The KKK took my baby away...
Ramones.
Aμαξοστοιχία
410
‘Kωλοζέστη!’
Άνοιξα το παγωμένο νερό μου, και κατέβασα 2
ροζ Luvox με
τρεις μεγάλες γουλιές. Το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε. Είχα άλλωστε να φάω οτιδήποτε
από την προηγούμενη. Τελευταία δεν έτρωγα και πολλά, και ο καύσωνας δεν
βοηθούσε.
Η ζέστη
στην Αθήνα τον Αύγουστο είναι ανυπόφορη. Κοίταξα το πράσινο λεωφορείο μπροστά
μου. Άκουσα την μηχανή να δουλεύει στο ρελαντί. Είχα 10 λεπτά ακόμα ( πάντα σε
περίπτωση που δεν θα είχαμε καθυστέρηση) . Ευχήθηκα να είναι αναμμένος ο κλιματισμός
και μπήκα.
Ήταν αναμμένος.
Θεέ τι ανακούφιση. Αλλά απ’την άλλη, για κάτι τέτοιες μαλακίες σχεδόν πάντα ακούει
ο Θεός . ‘Μόνο όταν πραγματικά τον χρειάζεσαι κάνει τον κούφο και κοιτά αλλού’ σκέφτηκα
καθώς βυθιζόμουν στο κάθισμα μου. Το κρύο βελουτέ ύφασμα έκανε το δέρμα μου να
ανατριχιάσει αλλά το καλοδέχτηκα.
Ίσως
η ξαφνική ανακούφιση από την ζεστή - είχα κυριολεκτικά βράσει όλη μέρα στους δρόμους
της πρωτεύουσας, ίσως τα Luvox
(‘δεν προκαλούν υπνηλία’ αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ) με έριξαν
σε έναν χωρίς όνειρα λήθαργο σε λιγότερο από 5 λεπτά. Ξύπνησα 4 περίπου ώρες
αργότερα.
Ο
λόγος που ξύπνησα ήταν κατά κάποιο τρόπο και ο λόγος που έπαιρνα αυτά τα γαμημένα
ροζ χάπια εδώ και 3 χρόνια.
Άνοιξα
τα μάτια μου και ανακάθισα τρομαγμένος. Κοίταξα πίσω μου. Τρεις σειρές πιο πίσω
δυο κατάξανθα παιδιά, όρθια πάνω στα καθίσματα διαπληκτιζόντουσαν έντονα για
την κατοχή ενός πλαστικού κόκκινου δεινόσαυρου.
«Φέρτο!» ούρλιαξε το κορίτσι.
«Είναι δικό μου!» το αγόρι.
«Όχι»
«ΝΑΙ!»
«ΟΧΙ»
«ΝΑΙ!!»
Ο κύριος που καθόταν παραδίπλα έστρωσε μηχανικά τον γιακά του, ανακάθισε στην θέση
του και έριξε στα δυο παιδιά ένα άγριο βλέμμα.
«Ήταν στο δικό μου παγωτό χαζή!» τσίριξε το
αγοράκι. Πολλά από τα δοντάκια του έλειπαν, και ακούστηκε πιο πολύ σαν «Ήταν
θτο δικό μου παγωτό χαδή».
Τα πανομοιότυπα χαρακτηριστικά τους δεν άφηναν
περιθώριο αμφιβολίας για την συγγένεια τους. Το κορίτσι πρέπει να ήταν γύρω στα
4, το αγόρι τουλάχιστον ένα χρόνο μικρότερο και πολύ πιο μικρόσωμο.
«Καλά μην μου το δίνεις, χέστηκα!» είπε με
στόμφο η μικρή και άρπαξε το χέρι του αδελφού της. Το κράτησε σφικτά με τα δυο
της χεριά. Έμπηξε τα δόντια της στα δάχτυλα του αδελφού της και του άνοιξε την παλάμη,
κατοχυρώνοντας έτσι το πολύτιμο τρόπαιο της.
Το αγοράκι άρχισε να τσιρίζει. Πολλοί από τους
επιβάτες ακόμα και αυτοί από τις μπροστά θέσεις, γύρισαν τα κεφάλια τους. Εγώ
είχα παγώσει.
«Δεν μπορεί! Όχι στον ίδιο άνθρωπο δυο φόρες,
δεν γίνεται!» Τα χεριά μου είχαν ιδρώσει παρά τον δυνατό κλιματισμό.
«Mα σας παρακαλώ, τι πράγματα είναι αυτά;» είπε μια παχουλή γυναίκα που
καθόταν μπροστά από τον τύπο με τον πουκάμισο. Αυτό πήγαινε στην ξανθιά, αρκετά
όμορφη γυναίκα που καθόταν πίσω από τα παιδιά . Στην αγκαλιά της είχε ένα στρουμπουλό
μωρό. Θα στοιχημάτιζα ότι ήταν η μητέρα τους. Το κορίτσι ήταν σαν μικρογραφία
της.
«Χάρη κάνε ησυχία αγόρι μου, γιατί φωνάζετε;»
«Με δαγκωθε, μαμά με δάγκωθε» όρθωσε το επιχείρημα
του ο Χάρης.
«Ψέματα!» αντέκρουσε με σιγουριά η αδερφή του.
«Αλήθειαααα, μαμά πονάει!» άρχισε να κλαίει γοερά
ο μικρός.
«Κυρία μου αν είναι δυνατόν!» φώναξε αγανακτισμένος
κάποιος που καθόταν πίσω από την μητέρα των παιδιών.
«Άννα! Χάρη!» σηκώθηκε η μητέρα τους από το
πίσω κάθισμα. Τους έπιασε από τα χεριά και έσκυψε ανάμεσα τους. Ένα μεγάλο
μέρος από το όμορφο στρογγυλό στήθος της
αποκαλύφθηκε. Αν και τέλος καλοκαιριού ήταν κάτασπρο. Τα 3 παιδιά μάλλον δεν άφηναν
και πολύ ελεύθερο χρόνο για μπάνια στην κύρια Μαμά.
«Αν δεν κάνετε ησυχία ο αστυνόμος-οδηγός θα
σας κατεβάσει εδώ!» έδειξε έξω από το παράθυρο με το δάχτυλο της.
Έξω είχε πια σκοτεινιάσει και μάλλον η ιδέα να
τους αφήσει στην ερημιά ο οδηγός- αστυνόμος δεν φάνηκε και πολύ σπουδαία σε κανένα
από τα δυο αδέρφια.
Κάθισαν
στα καθίσματα τους και κοίταξαν με γουρλωμένα τα γαλάζια μάτια τους το σκοτάδι
έξω από το παράθυρο. Ο Χάρης αρκέστηκε σε μια τελευταία μπουνιά στο μπούτι της αδελφής
του. Η Άννα φανερά τρομοκρατημένη από την επικείμενη τιμωρία δεν ανταπέδωσε.
‘Γιατί να μην υπήρχε και σε εκείνο το βαγόνι
ένα οδηγός αστυνόμος…’ σκέφτηκα μαλάζονταν τα μηνίγγια μου. Η κάρδια μου κόντευε
να πεταχτεί από το στήθος μου και δεν μπορούσα να νιώσω τα πόδια μου. ‘Κάπως
έτσι πρέπει να αισθάνονται οι παράλυτοι’ σκέφτηκα ασυναίσθητα. Έβγαλα από την
τσάντα μου 2 ακόμα Luvox και τα κατάπια με το υπόλοιπο νερό που τώρα ήταν ζεστό σα κάτουρο.
Έκλεισα τα μάτια μου.
Είχαν περάσει
σχεδόν 3 χρόνια. Ήταν 22 Δεκεμβρίου. Τελευταίος χρόνος ως φοιτητής του Χημικού
στην Λάρισα. Αν και μονό 3 χρόνια, όταν
σκέφτομαι τον τότε Τάσο -Τάσος Μίχας , αυτός είμαι εγώ, είναι σαν να σκέφτομαι
ένα άλλο άνθρωπο. Κάποιον που ήξερα. Ναι, φαντάζομαι ότι κάποιες εμπειρίες
είναι αρκετές για να σε κάνουν να γίνεις ένας ‘άλλος άνθρωπος’. Να γίνεις
κάποιος που στους εφιάλτες του ακούει ένα αλβανικό μοιρολόι και κάποιες φόρες
να το ακούς σαν ψίθυρο ακόμα και με τα μάτια ανοιχτά. Να γίνεις κάποιος που χρειάζεται
4, μερικές φόρες 6, ακόμα και 8 χάπια την ημέρα, για να μην καταρρεύσει από κρίσεις
πανικού ή άγχους ή και ‘γω δεν ξέρω τι σκατά.
Ήταν
παραμονή Χριστουγέννων του 2006 και μάλλον η ‘ζεστασιά’ είχε ευαισθητοποιήσει
τους ανθρώπους του ΟΣΕ. Είχαν προσθέσει μια ακόμα έκτακτη, και μάλιστα express γραμμή για Αλεξανδρούπολη
-αυτό σήμαινε ότι δεν θα σταματούσε σε κάθε χωριουδάκι, ξεχασμένο από τον θεό,
και θα κάναμε 8-9 ώρες και όχι 2 χρόνια. Για όλους αυτούς που είχαν μείνει πίσω
για δουλειά , υποχρεώσεις ή κάποιο τελευταίο εργαστήριο, όπως εγώ. Θα μπορούσα
φυσικά να περιμένω και να πάρω το 604 στις 4 το επόμενο μεσημέρι, αλλά αλήθεια
δεν ήθελα να περάσω τα Χριστούγεννα σαν τη καλαμιά στον κάμπο 500 χιλιόμετρα μακριά
από όλους τους φίλους μου.
Ήταν
μια μικρή, υπερβολικά μικρή αμαξοστοιχία με 3 βαγόνια και ένα αυτό της μηχανής.
Θα ξεκινούσε 12:20 το βραδύ και το πρωί στις 9:30 θα έφτανε στην Αλεξανδρούπολη.
Μάλιστα ήταν τοσο έκτακτη η γραμμή που μας είχαν ελέγξει τα εισιτήρια πριν μπούμε
στο τρένο, δεν θα υπήρχε ελεγκτής.
Ήταν
3 βαγόνια από εκείνα τα φρικτά, καταθλιπτικά παλιά πορτοκαλοκόκκινα. Από εκείνα
που κατεβαίνοντας, ένιωθες τόσο βρώμικος που ήθελες να κάψεις τα ρούχα σου και
να κάνεις μπάνιο με χλωρίνη. Αλλά ποσώς με ενδιέφερε. Και από ότι φαινόταν δεν δυσαρεστούσε
και αρκετούς ακόμα, μιας και καμία εκατοστή
άτομα περίμεναν να ανοίξουν οι πόρτες της μικρής αμαξοστοιχίας.
Μπήκα
στο τελευταίο βαγόνι, πιστεύοντας ότι θα έχει τον λιγότεροo κόσμο. Και δεν έπεσα
έξω.
Μέσα
στο βαγόνι ήμασταν καμία εικοσαριά άτομα. Μεταξύ αυτών ένα ζευγάρι καλοντυμένων,
κοτσονάτων ηλικιωμένων, δυο κοπέλες και δυο αγόρια όλοι με ράστα και ρούχα που έμοιαζαν
να τα είχαν ράψει μονοί τους . Ήταν ζωσμένοι με εκείνες τις τεράστιες βαλίτσες
που δένουν στη μέση και στο στήθος και πάντα με έκαναν να απορώ γιατί μονοί τύποι
σαν αυτούς έχουν τέτοιες και επίσης τι διάολο έχουν εκεί μέσα. Ήταν ακόμα ένα νεαρό
ζευγάρι αλλοδαπών με ένα μικρό κοριτσάκι που κοιμόταν μακάριο στην αγκαλιά της μάνας
του, δυο τύποι με πανάκριβα σακάκια και χαρτοφύλακες που έμοιαζαν εκτός τόπου
και χρόνου μέσα στο άθλιο βαγόνι . Ακόμα μια παρέα από 3 μεταλλάδες με όλα τα χαρακτηριστικά
αξεσουάρ, καρφιά, μακριά δερμάτινα, ανάποδους σταυρούς και κάνα τόνο μαύρο μολυβί
κάτω από τα μάτια. Αυτούς δεν έμοιαζε να τους έχει ζεστάνει καθόλου το κλίμα
των Χριστουγέννων. Δυο κοντοκουρεμένοι υπερβολικά φουσκωτοί τριαντάρηδες με
στρατιωτικά παντελόνια και χακί λουκάνικα/ βαλίτσες. Και τέλος η αφεντιά μου. Ανέβηκα
της σκάλες πίσω από τον πιο φουσκωτό, που παρά το τσουχτερό κρύο φορούσε κολλητό
ισοθερμικό μπλουζάκι .Κάτω από αυτό διαγράφονταν καθαρά οι τεράστιοι τεντωμένοι
μυείς του.
Στην πίσω μέρος της μπλούζας του είχε το πάντα
δημοφιλές και χαρμόσυνο Χριστουγεννιάτικο μήνυμα…
‘Τούρκος κάλος, μονό νεκρός’ και με μικρότερα γράμματα
‘3ο σώμα Λόχου Ορεινών Καταδρομών Δράμας’ .
Ένα καθόλου διακριτικό ‘πφφφφ’ μου βγήκε μόλις
το διάβασα.
Αυτός σταμάτησε στις σκάλες, γύρισε και μου ρίξε
ένα απειλητικό βλέμμα, σηκώνοντας το αριστερό μέρος του πάνω χείλους του, αλά
Ράμπο. Κόντεψαν να με πάρουν τα γέλια αλλά συγκρατήθηκα παρατηρώντας ότι το
στήθος του ήταν πιο μεγάλο και φουσκωμένο από της κοπέλας μου, και το χέρι του
ήταν σαν το πόδι μου, η μάλλον σαν τα δυο μου πόδια μαζί.
Κάθισα
2 θέσεις από το τέλος του βαγονιού, απέναντι από το ζευγάρι των ηλικιωμένων. Η θερμοκρασία
μέσα είχε ελάχιστη διαφορά από έξω, έσφιξα το κασκόλ μου, βολεύτηκα στην θέση
μου, έβγαλα το Salem’s lot
του κ. Κίνγκ και άρχισα να διαβάζω.
Ένα
από τα ‘βίτσια’ μου είναι να διαβάζω έξω από το σπίτι. Όπου έχει φασαρία. Μου
είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ αν έχει ησυχία. Γιαυτό αν και μεγάλος βιβλιοφάγος,
στο σπίτι μου έχω διαβάσει ελάχιστα βιβλία. Διαβάζω σε πάρκα, παγκάκια, πλατείες,
λεωφορεία, οπουδήποτε με φασαρία και κόσμο.
Είχα απορροφηθεί
όπως πάντα στο βιβλίο μου παρά τον θόρυβο από τις ραγές και τις δυνατές συζητήσεις των επιβατών, όταν συνειδητοποίησα
ότι εδώ και αρκετή ώρα κάτι με ενοχλούσε. Ένας ήχος που μέσα στην συγκέντρωση
μου δεν μπορούσα να καταλάβω από πού ερχόταν.
Έβαλα
τον δείκτη μου στην σελίδα που είχα μείνει και έκλεισα το βιβλίο μου. Κούνησα λίγο
τον κεφάλι μου για να βγω από τον κόσμο των λάγνων βρικολάκων, και των διψασμένων
για ανθρωπινή σάρκα τεράτων και να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Μεγάλη ειρωνεία,
όπως θα ανακάλυπτα αργότερα.
Το κοριτσάκι του ζευγαριού, τώρα
είχε ξυπνήσει και καθόταν όρθιο ανάμεσα στα πόδια του πατέρα του, ο οποίος φαινόταν
να είναι στην ηλικία μου( αν φυσικά αφαιρούσες τους μαύρους κύκλους κάτω από τα
μάτια του και τις πρόωρες ρυτίδες, μια ευγενική χορηγία της όμορφης χωράς μας,
όπως είμαι σίγουρος του την είχαν περιγράψει), είχε κολλήσει το πρόσωπο της στο
τζαμί και ξεφώνιζε ξανά και ξανά κάτι που ακουγόταν σαν ‘Αγι’ ‘ Αγι’ ‘Αγι’ , χτυπώντας
το τζαμί με το χέρι της.
Παρόλο το μικροσκοπικό της μέγεθος και την ομολογούμενος γλυκύτατη φατσούλα
της, ο ήχος που παρήγαγε ήταν άκρως ενοχλητικός. Και πρέπει να γινόταν αρκετή
ώρα μιας και ο ηλικιωμένος κύριος φανερά
εκνευρισμένος σηκώθηκε και πήγε επάνω
από την μητέρα του παιδιού.
«Σας παρακαλώ μαντάμ, η γυναίκα μου έχει και τη πίεσή της!» είπε δείχνοντας το κορίτσι.
Η νεαρή γυναίκα δεν φάνηκε να καταλαβαίνει την
γλώσσα, αλλά κατάλαβε το νόημα.
Πήρε την κόρη της στην αγκαλιά της και άρχισε
να την κανακεύει.
Η ησυχία ήταν σαν βαθιά ανάσα μετά από μακροβούτι.
Ο ηλικιωμένος κύριος κάθισε ξανά στην θέση του
απέναντι μου.
«Αλβανοί είναι!» ψιθύρισε στην γυναίκα του.
«Αλέξανδρε σε παρακαλώ!»
«Τι αγάπη μου;»
«Ξέρεις πολύ καλά την άποψη μου για τους ξένους
ανθρώπους»
«Μα…»
«Αλέξανδρε θα μαλώσουμε»
«Απλά ήθελα να πω ότι οι άνθρωποι είναι από
την Αλβανία, γλυκιά μου»
«Απλά ήθελες να πεις…» είπε η ηλικιωμένη κύρια
και γύρισε το κεφάλι της, με την υπερβολικά περιποιημένη κόμη , από την άλλη
μεριά, κοιτώντας έξω. « Τουλάχιστον σταμάτησε το παιδί να τσιρίζει» συνέχισε
και του χάιδεψε το χέρι, κοιτώντας ακόμα όμως από την άλλη.
«Είδες;» είπε με περηφάνια αυτός και τεντώθηκε
δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.
Χαμογέλασα με την τρυφερότητα του ζευγαριού
και άνοιξα ξανά το βιβλίο μου.
Δεν πρόλαβα
να διαβάσω ούτε πέντε σελίδες, όταν ξαφνικά η μικρή ξανάρχισε.
Αυτή τη φορά έπιασε ένα παιδικό τραγούδι, τσιρίζοντας
διαπεραστικά κάθε φωνήεν.
«Κυρία μου κάντο να σταματήσει!» ακουστικέ μια
φωνή από τα μπροστινά καθίσματα. Και ύστερα από λίγο,
«Κυρία μου σας παρακαλώ!» η ίδια φωνή. Ήταν ένας
από τους δυο κουστουμάτους.
‘Αν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ
στο βουνό’ μουρμούρισα και άνοιξα την τσάντα μου. Με τρόμο σχεδόν, ανακάλυψα
ότι δεν είχα τα ακουστικά από το iPod μου μαζί. Έψαξα απελπισμένος μια ακόμα φορά σε κάθε τσεπάκι της τσάντας
μου και την έκλεισα απογοητευμένος.
Το ρεσιτάλ
της μικρής συνεχιζόταν δυνατότερα αλλά οι γονείς της κάθονταν απαθείς. Ούτε που
ήθελα να φανταστώ πόσα τέτοια ρεσιτάλ είχαν ακούσει στα 2; 3; χρόνια που είχαν
το κορίτσι τους, για να μην του δίνουν καν σημασία. Για μια ακόμα φορά η σκέψη
‘Θεέ μου δεν θα κάνω ποτέ παιδιά, πέρασε από το μυαλό μου.
«Παναγία μου, Αλέξανδρε δεν μπορώ άλλο. Τρείς
ώρες τώρα δεν έχει σταματήσει και έχω και την πίεσή μου…»
«Τι άλλο να κάνω Αμαλία μου, αφού δεν καταλαβαίνουν
Ελληνικά» είπε ο κ.Αλέξανδρος και κοίταξε την μικρή καλά καλά , λες και αυτό θα
την έκανε να σταματήσει.
Η ώρα
περνούσε και η μικρή το μόνο που έκανε ήταν να αλλάξει σε ένα άλλο κομμάτι, που
ίσως να τα ήταν το ‘Άγια νύχτα’ και αν
ήταν δυνατόν, σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση από πριν.
«Θα το κάνεις να σκάσει το γαμημένο;»
Ο φουσκωτός είχε σηκωθεί όρθιος και το μέτωπο
του γυάλιζε κατακόκκινο.
Η φωνή του ήταν τόσο άγρια και μπάσα που όλοι
στο βαγόνι σταμάτησαν να μιλούν, μέχρι και ο ήχος από τις ράγες έμοιασε να χαμηλώνει.
«Ε, Σώτο χαλάρωσε» τον έπιασε από το μπράτσο ο
λιγότερο φουσκωτός. Όλοι στο βαγόνι κοιτούσαν άφωνοι τους δυο λοκατζήδες.
Η μόνη που δεν έμοιασε να ενοχλείτε ήταν η μικρή,
που τώρα είχε κολλήσει τα μικρά της χειλάκια στο τζαμί και του έδινε ρουφηχτά φιλιά
φωνάζοντας ‘Μαμι’ ‘Μαμι’
«Δεν μπορώ άλλο, δεν θα με τρελάνει εμένα ένα τρίχρονο!»
φώναξε ένας από τους δυο κουστουμάτους και σηκώθηκε όρθιος. Πήγε φουριόζος
μέχρι την πόρτα του βαγονιού. Έκανε να την ανοίξει.
«Ε, φίλε δεν ανοίγει» είπε ένα από τα παιδιά
με τα ράστα. Αυτός με τα μαύρα μαλλιά.
«Τι εννοείς δεν ανοίγει;»
«Προσπάθησα και εγώ πριν. Ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο
αλλά δεν ανοίγει»
« Τι βλακείες είναι αυτές;» είπε ο
κουστουμάτος και τράβηξε ξανά με φορά το χερούλι της πορτοκαλιάς δίφυλλης πόρτας.
«Δεν ανοίγει φίλε, πρέπει να έχει μπλοκάρει
και έτσι. Τρελό σκάλωμα ε;»
Ο τύπος με το κουστούμι προσπάθησε μερικές
φόρες ακόμα να τη ανοίξει, και ύστερα άρχισε να βαράει το τζαμί.
«Ε!» φώναξε χτυπώντας επανειλημμένα το χοντρό
τζαμί.
«Ε, φίλε χαλάρωσε» είπε η κοπέλα με τα ξανθά (δηλαδή
αυτά που μάλλον ήταν ξανθά, κάτω από τους 3 τόνους βρωμιάς) ράστα. «Δεν παίζει
να σε ακούσουν δίπλα, έχει πολύ θόρυβο ανάμεσα στα βαγόνια, και μια ακόμα ίδια ηχομονωμένη
πόρτα, δεν βλέπεις; Άσε που η ώρα....» σήκωσε το μανίκι της, κοίταξε το ρόλοι
της- με ύφος που έμοιαζε πιο πολύ ‘προσπαθώ να λύσω τριτοβάθμια εξίσωση με μιγαδικούς
και αλγορίθμους’ παρά με κοιτάω τι ώρα είναι. « Είναι 4 σχεδόν και αν δεις όλοι
κοιμούνται μάλλον»
«Όπως θα κάναμε και εμείς αν δεν ήταν αυτό!» ξέσπασε
έξαλλος ο κουστουμάτος δείχνοντας το κορίτσι.
«Σε καμία ώρα φτάνουμε Δράμα . Στο σταθμό θα ανοίξουμε
τα παράθυρα, θα βγάλουμε τα κεφάλια μας και θα φωνάξουμε κάποιον από τον σταθμό
να μας ανοίξει»
«Σε καμία ώρα; Δεν είμαστε καλά!» άρχισε να
βαράει πιο δυνατά το τζαμί της πόρτας.
Τώρα όλοι
κοιτούσαν τον εξοργισμένο κουστουμάτο. Ένα τσουλούφι από τα καλοχτενισμένα
μαλλιά του είχε ξεφύγει και τιναζόταν σαν κεραία αμαξιού σε ανώμαλο δρόμο, με
κάθε χτύπημα που έδινε στην πόρτα. Μερικοί από τους επιβάτες ψιθύριζαν στους διπλανούς
τους , και άλλοι κοιτούσαν αμήχανα γύρω τους. Μονό το κορίτσι συνέχιζε να
τσιρίζει χωρίς να δείχνει να νοιάζεται ούτε για καμία φρακαρισμένη πόρτα ούτε
για οτιδήποτε άλλο.
« Πριν στο σταθμό άκουσα ότι τα εισιτήρια
είναι μονό για Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη και ότι γενικά δεν θα σταματήσει πουθενά
το τρένο πριν την Κομοτηνή» είπε μια κοπέλα που καθόταν μόνη της.
«Δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά!» επανέλαβε ο
τύπος με το κουστούμι. Γύρισε μεριά και πήγε προς το ζευγάρι των Αλβανών.
«Κύρια μου κοντεύω να τρελαθώ για όνομα του θεού»
έφτυσε σχεδόν τις λέξεις στην μητέρα του παιδιού. Το κορίτσι ούτε γύρισε να
κοιτάξει.
Η μητέρα μάζεψε για ακόμα μια φορά την κόρη
της και άρχισε να την μαλώνει αρκετά έντονα στην γλωσσά της. Ήταν αξιοπερίεργο
ότι κανένας δεν απευθυνόταν στον πατερα, αλλά όλοι στην μητέρα του παιδιού.
Για δεύτερη
φορά ένιωσα εκείνη την αίσθηση της βαθιά αναπνοής, και κρίνοντας από τις εκφράσεις
των γύρω μου, δεν ήμουν ο μόνος.
Φυσικά αυτή η όαση ηρεμίας δεν κράτησε για
πάνω από 5-6 λεπτά.
Η μικρή άρχησε να χοροπηδά ανάμεσα στους γονείς
της φωνάζοντας λέξεις και πιάνοντας τα μικρούλικα δάχτυλα της. Μάλλον μετρούσε
μέχρι το δέκα και μάλλον ήταν πολύ περιφανή για αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση
της φωνής της.
Αγκομαχητά και αναστεναγμοί ακουστήκαν από
όλους τους επιβάτες.
Παρόλο
που η φωνή του κοριτσιού ήταν απίστευτα γλυκιά και το ελαφρό τσέβδισμα αλλά και
το τεράστιο χαμόγελο της την έκαναν σαν καραμελίτσα ή κάτι τέτοιο, με μεγάλη
μου ντροπή σκέφτηκα ότι αν δεν με έβλεπε κανένας, άνετα θα της έριχνα ένα
σκαμπίλι, ίσως και δύο.
Ήταν κυριολεκτικά αφόρητη και θεωρούμουν
άνθρωπος με γαϊδουρινή υπομονή, ειδικά σε θέματα φασαρίας.
Αλλά μάλλον δεν είχαν όλοι την δική μου υπομονή.
Ο
Σώτος ο φουσκωτός, σηκώθηκε από την θέση του και με αργά βάρια βήματα (θαρρείς
πως ακουγόταν ο ήχος από τα άρβυλα του) πήγε προς το ζευγάρι.
«Κάντο να σκάσει, με ακούς;» είπε στον πατέρα αυτή τη φορά. Αυτός δεν φάνηκε να καταλαβαίνει.
«Κάντο να σκάσει το μπάσταρδο σου ή θα το κάνω
εγώ! Με ακούς βρωμιάρη κωλοαλβανέ;» ύψωσε το δάχτυλο του. Το έφερε μπροστά στο
πρόσωπο του πατέρα. Η φωνή του, ακουγόταν σαν να έβγαινε από κάποιο βαθύ πηγάδι.
«Νεαρέ θα έπρεπε να ντρέπεσαι» σηκώθηκε η
κ.Αμαλία.
«Κυρά μου κοιτά την δουλεία σου» αποκρίθηκε ο
Ράμπο χωρίς να την κοιτάξει.
Ο πατέρας αυτή τη φορά πήρε την μικρή στην
αγκαλιά του και αφού της είπε κάτι σκέπασε το στόμα της με την παλάμη του.
Ο Σωτος γύρισε της αφύσικα μεγάλες σαν βράχους
πλάτες του και γύρισε στη θέση του.
«Γαμημένοι Αλβανοί!» φώναξε στον αέρα.
«Ε, φίλε τι σχέση έχει αν είναι Αλβανοί ή Έλληνες
ή δεν ξέρω και εγώ. Η μικρή μου αδελφή κάνει χειρότερα και είναι Ελληνίδα. Σε πληροφορώ ότι κανένα δικαίωμα…»
«Σκάσε βρωμιάρα χασικλού , μην σε πάρει και εσένα
ο διάολος!»
Το κορίτσι με τα ξανθά ράστα άνοιξε το στόμα
του να πει κάτι άλλο, αλλά το ξανάκλεισε αναστενάζοντας. Παρόλα τα αναμφίβολα
πολλά καμένα εγκεφαλικά της κύτταρα, κατάλαβε ότι ο Ράμπο είχε πολύ λιγότερα, διάολε
είχε γεννηθεί πιθανόν με λιγότερα!
Η ατμόσφαιρα
μέσα στο βαγόνι είχε γίνει βαριά, συμπαγής, αιχμηρή. Ένιωθες ότι… μια απότομη
κίνηση και….
Το
στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Λες και ένα αόρατο σαδιστικό χέρι το είχε πιάσει
και το ζουλούσε και το τραβούσε. Η καρδιά μου χτυπούσε υπερβολικά γρήγορα και είχα ιδρώσει παρόλο που κρύωνα.
Πλέον
κανένας δεν μιλούσε. Αυτό ήταν καλό. Η ώρα έμοιαζε να κυλά αργά. Φανταζόμουν τον
χρόνο σαν ένα γέρικο σαλιγκάρι που σέρνεται επάνω σε κόλλα η κάτι τέτοιο.
Και σαν
ενοχλητικό ξυπνητήρι που χτυπά ένα χειμωνιάτικο πρωινό Δευτέρας, η μικρή πάτησε
μια τσιρίδα και άρχισε να ξανατραγουδά.
Πολλά
‘ω θεέ μου’ και ‘δεν είναι δυνατόν’ ακουστήκαν από διάφορα σημεία.
Ο
Σωτος πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμα του. Με τους ώμους του γερμένους
και τα δόντια του σφιγμένα, έτρεξε σχεδόν στο ζευγάρι.
«Στο πα γαμιόλη Αλβανέ! Σε προειδοποίησα παλιόπουστα!»
Άπλωσε το τεράστιο χέρι του να πιάσει την
μικρή.
«Νο!!!» ξεφώνισε ο πατέρας και τινάχτηκε από
την καρεκλά του.
Πηρέ φορά και παρόλο που ήταν ούτε ο μισός από
τον Σώτο , τον έσπρωξε μερικά βήματα πίσω, μακριά από το παιδί του.
«Τι έκανες ρε καριόλη; Με λέρωσες; ΜΕ
ΛΕΚΙΑΣΕΣ;» ξεφώνισε ο Σώτος. Μάζεψε το χέρι του πίσω, και έριξε ένα κροσέ στον Αλβανό που για καλή τύχη του δευτέρου, αστόχησε
κατά μεγάλο μέρος του. Πάραυτα ο νεαρός σωριάστηκε
στην καρεκλά του κρατώντας το σαγόνι του. Το χείλος του σχίστηκε και αρχίσει να
ματώνει.
«Ακούμπα με ξανά και θα σε σφάξω καριολη! Με
ακούς; Θα σε ξεκοιλιάσω παλιόπουστα»
Τα δυο αγόρια με τα ράστα και οι τρεις
μεταλλαδες σηκώθηκαν και άρπαξαν τον Ραμπο από τα χεριά και την μέση. Δεν θα τα
είχαν καταφέρει αν δεν βοηθούσε ο φουσκωτός φίλος του Σώτου.
‘Ηρέμησε φίλε’ , ‘χαλάρωσε’ ‘ηρεμία’ και αλλά
τέτοια ακούγονταν από όλους. Η κοπέλα που καθόταν μονή της έβαλε τα κλάματα.
Η κ.Αμαλία έδωσε ένα χαρτομάντιλο και το νερό
της στον πατέρα της μικρής , ο όποιος δεν τα δέχτηκε κουνώντας το ελεύθερο χέρι
του δεξιά αριστερά. Με το άλλο τώρα έπιανε το στόμα της κόρης του η οποία είχε γουρλώσει
τα μάτια της, έτοιμη μάλλον να βάλει τα κλάματα.
Οι υπόλοιποι
είχαν καλμάρει τον Σώτο που τώρα καθόταν στην θέση του και βαριανάσαινε σαν ταύρος.
«Τον πούστη τον Αλβανό…»
«Τόλμησε να σηκώσει χέρι ο γαμιόλης…»
Οι φλέβες στο κρανίο του, στο λαιμό και στα
χεριά του είχαν πεταχτεί, έτοιμες να σκάσουν.
Εγώ
απλά ήμουν καθισμένος χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Τα πόδια μου έτρεμαν ανεξέλεγκτα.
Μάλλον δεν ήμουν από τους τύπους που θα έπαιρναν το χρυσό αστέρι ανδρείας ή που
θα γύριζαν με σώας τα φρένα από ένα πόλεμο ή κάτι τέτοιο.
‘Τι θα έκανε στο κοριτσάκι αν το είχε πιάσει;’
Αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό μου και το σαδιστικό χέρι που βρισκόταν στο
στομάχι μου, ξανάπιασε δουλειά. Αυτή τη φορά όμως με ιερό ζήλο και σκοπό να
σμπαραλιάσει το στομάχι μου.
«Σε μίση ώρα το πολύ φτάνουμε Κομοτηνή, ελπίζω
οι στρατιώτες ή η οικογένεια να κατέβουν, αλλιώς θα πρέπει να κάνουμε κάτι, να ειδοποιήσουμε
κάποιον Αλέξανδρε.»
«Ναι αγάπη μου θα ειδοποιήσουμε τον σταθμάρχη
μόλις φτάσουμε» είπε ο κ. Αλέξανδρος και την αγκάλιασε.
Τώρα
η κατάσταση στο βαγόνι ήταν τόσο ηλεκτρισμένη, που λες και ένιωθες την ένταση
να αγγίζει το δέρμα σου. Να την αναπνέεις. Και ήταν κακή ένταση. Σαν βρωμερός υγρός
αέρας.
Ο πατέρας της μικρούλας πολύ σοφά κρατούσε την
παλάμη του πάνω στο στόμα της κόρης του. Και αυτή έμοιασε να αποκοιμιέται. Θεέ
μου τι περίεργα που είναι τα μικρά παιδιά.
Ο χρόνος
πραγματικά είχε κολλήσει . Η μίση ώρα που, που θα φτάναμε Κομοτηνή έπρεπε να είχε
περάσει ώρες πριν. Γαμώτο μέρες πριν.
Και επιτέλους ακούστηκε από τα ηχεία, σαν φωνή
αγγέλου…
«Η αμαξοστοιχία 410 σε δέκα λεπτά φτάνει στο σταθμό
της Κομοτηνής. Αποβίβαση από την δεξιά μεριά.»
Τότε όλα έγιναν πολύ γρήγορα και τόσο αργά συνάμα.
Πρέπει να έγιναν σε λιγότερο από ένα λεπτό. Αλλά τώρα κάθε φορά που το σκέφτομαι
μοιάζει ώρες ολόκληρες.
Ο
πατέρας του κοριτσιού, νομίζοντας πως έχει αποκοιμηθεί , και είχε κοιμηθεί, έβγαλε
το χέρι του από το στόμα της. Την στιγμή που ακούστηκε η φωνή του οδηγού, η
μικρή άνοιξε τα μάτια της, έβγαλε ένα στριγκό γκάρισμα και άρχισε να κλαίει.
Το επόμενο δευτερόλεπτο ο μέγας Λοκατζής Σώτος,
είχε σηκωθεί όρθιος και με τεράστια βήματα κατευθυνόταν προς το κορίτσι.
Ακόμα τον βλέπω σαν σε αργή κίνηση με τους μυείς
τους στήθους του και των μπράτσων του να ανεβοκατεβαίνουν με κάθε του βήμα.
Ο πατέρας προετοιμασμένος αυτή τη φορά
σηκώθηκε στο διάδρομο έτοιμος να τον εμποδίσει.
Ένα γυναικείο ουρλιαχτό ακούστηκε από κάπου.
Τον έσπρωξε με τα δυο του χεριά αλλά ο τεράστιος
όγκος του Σώτου, δεν έμοιασε να μετακινείτε ούτε ένα χιλιοστό.
Τότε με αστραπιαίες κινήσεις ο Σώτος έσκυψε και έβγαλε από το αριστερό του άρβυλο, ένα στρατιωτικό μαχαίρι τουλάχιστον 30 εκατοστών . Η λάμα
του γυάλιζε θαμπά στο αρρωστιάρικο φως από τις παλιές λάμπες του τρένου.
Σηκώθηκε απότομα όρθιος και αγκάλιασε τον Αλβανό
πάνω από τους ώμους , σαν φίλοι παλιοί που έχουν να βρεθούν χρόνια.
«Στο πα γαμιόλη Αλβανέ πως θα σε σφάξω αν με ξανακουμπήσεις»
. είπε και έχωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του πατέρα ύστερα στο στήθος και πάλι
στην κοιλιά, ξανά και ξανά. Το πρόσωπο του είχε γίνει μια απόκοσμη μάσκα.
Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσο μίσος, παράνοια, και ευχαρίστηση ανακατεμένα σε μια έκφραση.
Όλο το βαγόνι έχει κοκαλώσει. Κανείς δεν
κουνιέται, κανείς δεν αναπνέει καν. Δυο κοπέλες αρχίζουν να ουρλιάζουν. Εγώ
ξερνάω στο δίπλα κάθισμα.
Η
μικρή καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με τον μπαμπά της, ότι κάτι κακό του
έχει συμβεί και αρχίζει και κλαίει ακόμα πιο δυνατά, ουρλιάζει. Νομίζεις ότι θα
σκάσουν τα πνευμόνια της.
«Βούλωσε το επιτέλους βρωμόσπορε» μουγκρίζει μέσα
από τα δόντια του ο Σώτος. Με την αναστροφή της παλάμης του χτυπάει την μικρή η
οποία εκσφενδονίζεται κυριολεκτικά στο τζαμί.
Ένα ξερό υγρό ‘γκντουπ’ και ένα κόκκινος λεκές
μεγάλος σαν από μπάλα του χάντμπολ αποτυπώνετε στο τζάμι και αρχίζει να στάζει..
Η μάνα αρχίζει να στριγκλίζει σαν πληγωμένο ζώο.
Ο Σώτος μπορεί να σταματήσει και αυτό το θόρυβο αλλά πλέον σχεδόν όλοι οι επιβάτες
από το βαγόνι είναι επάνω του .Το πρόσωπο του είναι κολλημένο στο πάτωμα μέσα
στην λίμνη από το αίμα του πατέρα της μικρής. Του παίρνουν το μαχαίρι αλλά
αυτός λυσάει να ξανασηκωθεί.
Η μητέρα ακόμα στριγκλίζοντας χαϊδεύει το
μικρό κεφαλάκι της κόρης της, που τώρα δεν είναι εντελώς κυκλικό. Μοιάζει με
σπασμένο αυγό. Ο Σώτος με το ένα μάτι του, την κοιτά με τόσο μισός που αν
γινόταν θα την σκότωνε με το βλέμμα του.
Το τρένο
έχει πια σταματήσει. Άνθρωποι έσπρωξαν, έσυραν κυριολεκτικά έξω τον Σώτο που
ακόμα πάλευε να ξεφύγει.
Εγώ είχα
ξεράσει ξανά. Αυτή τη φορά επάνω στο παντελόνι μου. Δεν μπορούσα να σηκωθώ να
βγω έξω,
Όταν βγήκαν όλοι από το βαγόνι, ο χρόνος άρχισε
να παίρνει ξανά μια κάποια υπόσταση.
Έτρεμα, μούσκεμα στον ιδρώτα, χωρίς να μπορώ
να κουνήσω κανένα μέλος του κορμιού μου. Και όσο και αν ήθελα να σταματήσω να
κοιτάω , τα μάτια μου απλά δεν κουνιόντουσαν.
Η μανά του νεκρού παιδιού και σύζυγος του νεκρού
πατέρα, είχε πέσει στα γόνατα στο
διάδρομο . Στα χεριά της είχε την κόρη της και στα πόδια της το κεφάλι του
άντρα της. Δεν στρίγκλιζε πλέον. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Μακάρι να ούρλιαζε,
μακάρι να ξεφώνιζε κατάρες στο θεό της αλλά δεν έκανε τίποτα από αυτά. Τραγουδούσε ένα σιγανό μοιρολόι. Η φωνή της
ήταν γλυκιά και υπέροχη. Για κάποιο άγνωστο
λόγο σκέφτηκα ότι θα έβγαινε νικήτρια στο ‘X- factor’. Ο κορμός της πήγαινε μπρος
πίσω και τραγουδούσε και τραγουδούσε…
Φαντάζομαι ότι ο ακριβής-αν υπάρχει δηλαδή
κάτι τέτοιο, λόγος που παίρνω τα ροζ αυτά χάπια, είναι ότι εκείνη τη μέρα
συνειδητοποίησα ότι τελικά τα τέρατα δεν υπάρχουν μονό στα βιβλία και της
ταινίες. Υπάρχουν ανάμεσα μας. Και δεν χρειάζονται πανσέληνο για να μεταμορφωθούν.
Όχι. Η τσιριχτή φωνή μια τρίχρονης αλλοδαπής είναι ότι πρέπει. Και δεν χρειάζονται
νύχια και κοφτερούς κυνόδοντες, ένα στρατιωτικό μαχαίρι βολεύει μια χαρά! Θα σταματήσω
να παίρνω αυτά τα χάπια όταν θα σταματήσω να ακούω εκείνο το τραγούδι. Εκείνο
το μοιρολόι..
Κώστας Γαβράς
**Καταρχήν ευχαριστώ πάρα πολύ που το διαβάσατε. Δεύτερον να με συγχωρείτε για ότι ορθογραφικά και συντακτικά λάθη- γραμματική is a bitch, αν ήσουν τούβλο στο σχολείο.Τρίτον το κείμενο είναι καθαρή μυθοπλασία. Και τέλος θα μου έδινε πολλή δύναμη να συνεχίσω να γράφω και να δημοσιεύω αν αξιολογούσατε την ιστορία (πάνω) ή αν αφήνατε σχόλια(κάτω κάτω) ή κάνατε like /share ( πάνω πάνω).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου