Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 
                                         







And he comes up the stairs like he always does,

And he never turns on the light,
And she's wide awake, scared to death,
She smells his lust and she smells his sweat
Curled in a ball she holds her breath

                                                                            Motorhead.









   «Σκατά!» ψιθύρισε στον παγωμένο αέρα και τα χνώτα του σχημάτισαν ένα μικρό σύννεφο που εξαφανίστηκε μεμιάς.
Τσαλάκωσε το άδειο πακέτο Παλ μαλ και το πέταξε στο γρασίδι παραδίπλα. Ένα στραβό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του στη σκέψη ότι αυτός θα το μάζευε την επόμενη το πρωί. Αυτή τη βδομάδα έκανε τον καθαριστή. Καλύτερα από τον νυχτοφύλακα που έκανε την προηγούμενη. Αλλά αυτό ήταν το 'συμβόλαιο' του με τον κ.Παπαδόπουλο.
   Ο κ.Αντρέας Παπαδόπουλος ήταν ζωντανό παράδειγμα ότι υπάρχει καλοσύνη στον κόσμο. Τον έβλεπε να κοιμάται για 3 βδομάδες κάτω από ένα εξαερισμό, έξω από το εμπορικό. Ένα βραδύ τον πλησίασε και η συζήτηση είχε ως εξής.
«Πες μου είσαι χαραμοφάης η άτυχος;» τον είχε ρωτήσει.
«Άτυχος κύριε» του είχε απαντήσει.
Αφού τον είχε κοιτάξει καλά καλά με την σκληρή έκφραση που είχε πάντα του είχε πει
«Θες δουλειά»
«Θέλω»
«Ωραία! Αύριο έλα στο γραφείο μου να μιλήσουμε.Ρώτα για τον κ.Παπαδόπουλο»
Την επομένη τον βρήκε στο γραφείο του διευθυντή και ιδιοκτήτη ολόκληρου το εμπορικού κέντρου  στο τελευταίο όροφο. Ούτε 10 λεπτά μετά έβγαινε από το γραφείο του εργαζόμενος.
«Δεν με νοιάζει ποια είναι η ιστορία σου η ποιος είσαι εσύ, ο μισθός σου θα είναι 685 ευρώ το μήνα Και θα κάνεις τα πάντα  Ξέρεις να κάνεις τα πάντα; Ωραία  θα σου δώσω 500 ευρώ να νοικιάσεις ένα διαμέρισμα και να πάρεις ρούχα. Θα στα αφαιρέσω από τον μισθό σου κάθε μήνα σιγά σιγά. Αύριο δουλεύεις στις 8. Τώρα πάνε να βρεις κάπου να μείνεις  Αν με πουλήσεις ή δημιουργήσεις πρόβλημα θα ευχηθεί να μην είχες γεννηθεί. Κλείσε καλά την πόρτα πίσω σου. Καλημέρα.»
Από τότε τον είχε συναντήσει ελάχιστες φορές και είχαν ανταλλάξει ελάχιστες τυπικές κουβέντες.

Έψαξε τις τσέπες της φόρμας του και βρήκε 2 γόπες όχι μεγαλύτερες από 3 δάχτυλα η καθεμιά. Συνήθειο από τον Έβρο. Ποτέ να μην πετά τσιγάρο που δεν έχει φτάσει στο φίλτρο, μερικές φορές που δεν έχει κάψει και το φίλτρο μέχρι τη μέση. 'Στις φυλακές τα τσιγάρα δεν μεγαλώνουν στα δέντρα' του είχε πει ο Σταύρου. Ο συγκάτοικος του στο κελί.
   Άναψε την πρώτη γόπα και άρχισε να παρατηρεί τους τελευταίους πελάτες που έβγαιναν από το εμπορικό. Δύο κοπέλες τυλιγμένες με κασκόλ μέχρι τα αυτιά πέρασαν χαχανίζοντας δίπλα του χωρίς καν να παρατηρήσουν ότι ήταν εκεί. Καλό αυτό. Ήθελε να περνά απαρατήρητος.
   Αφού κάπνισε και τη δεύτερη γόπα την έσβησε κάτω από την βαριά τρύπια αρβύλα του και μπήκε στο εμπορικό. Τα πιο πολλά μαγαζιά είχαν μισοκατεβάσει τα ρολά του και οι υπάλληλοι ετοιμαζόντουσαν να κλείσουν.  Όλο το εμπορικό έλαμπε και αναβόσβηνε από τα πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα φωτάκια, τους φωτισμένους άγιους Βασίληδες και τα υπερμεγέθη δέντρα. Ήταν λες και φέτος είχαν βάλει οι καταστηματάρχες σιωπηλό στοίχημα, ποιος θα βάλει το μεγαλύτερο και πιο στολισμένο δέντρο.
    Κατέβηκε στον κάτω όροφο. Στον όροφο του προσωπικού. Στο 'σανατόριο' όπως το έλεγαν μεταξύ τους αυτοί ου δούλευαν στο εμπορικό, καθαριστές, υδραυλικοί νυχτοφύλακες και οι υπόλοιποι του πάτου της τροφικής η μάλλον επαγγελματικής αλυσίδας. Ο κάτω όροφος ήταν λες και δεν τον έπιαναν ο χρόνος και οι εποχές. Χειμώνα, καλοκαίρι, Χριστούγεννα η Πάσχα ήταν το ίδιο καταθλιπτικό, γρι υπόγειο που έμοιαζε πάντα βρόμικο και εγκαταλελειμμένο. Μπήκε στο μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούταν για αποθήκη, γραφείο και αποδυτήριο να πάρει το μπουφάν του. Ένα μικρό κατσιασμένο πλαστικό δεντράκι με 4 κόκκινα λαμπάκια και ένα ακόμα σπασμένο που τρεμόπαιζε, ήταν σε μια γωνία του μεγάλου σιδερένιου γραφείου που έπιανε το μισό δωμάτιο σχεδόν. Στον καναπέ δίπλα καθόταν εκείνη.
 
   Φορούσε ροζ φουστανάκι με μαύρο καλσόν. Τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά που έπεφτε μπροστά στο στήθος της και έφτανε σχεδόν μέχρι την μέση της. Τα σαρκώδη ρόδινα χείλη της κατακόκκινα και σαγηνευτικά. Τα καταγάλανα μάτια της παγωμένα σαν νεκρά όπως πάντα, τον κάρφωσαν. Το βλέμμα του έπεσε ανάμεσα στα πόδια της που κρατούσε ένα πολύχρωμο τεράστιο στρογγυλό γλειφιτζούρι ακόμα στο περιτύλιγμα του.
«Γεια σου Λίζα»
Αυτή συνέχισε να τον κοίτα χωρίς να μιλά.
«Τι ωραίο γλειφιτζούρι που έχεις εκεί»
«Είναι τα γενέθλια μου σήμερα, γίνομαι 9 χρονών» είπε η Λίζα με παγωμένη αδιαφορία.
«Α! Χρόνια πολλά. Να τα εκατοστίσεις» Είπε μηχανικά αυτός. Μπορώ να σκύψω να της δώσω ένα φιλί στο μάγουλο σκέφτηκε. Ένα μόνο στο μάγουλο, δεν είναι δα και τίποτα, γενέθλια έχει το κορίτσι. Κοίταξε τα κατακόκκινα χείλη της και ξεροκατάπιε. Ένα φιλί μόνο, να ακουμπήσει το στόμα μου το απαλό μάγουλο της. Η καρδιά του άρχισε να χτύπα πιο γρήγορα. Ενώ ίδρωνε τα χέρια του είχαν παγώσει. ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Αυτή συνέχισε να τον κοιτά στα μάτια.
Έκανε ένα βήμα πήρε το μπουφάν του από την κρεμάστρα και το φόρεσε.
«Καληνύχτα Λίζα. Χρόνια πολλά» τραύλισε και γύρισε να φύγει.
«Καληνύχτα κ.Αντώνη» ψιθύρισε με την λεπτή φωνούλα της πίσω του.

   Ο παγωμένος  βαρδάρης που χτύπησε το ιδρωμένο μέτωπό του, τον συνέφερε κάπως. Περπάτησε κατά μήκος της θάλασσας. Ο Θερμαϊκός βρομούσε, ψοφίμι. Του θύμισε ένα πεθαμένο παχύ αρουραίο που είχε βρει σε ένα ντουλάπι χρόνια πριν, στο πατρικό του.
   Είκοσι λεπτά αργότερα έφτασε στο σπίτι του. Ξεκλείδωσε και μπήκε στο μικρό σκοτεινό και διαολεμένα υγρό διαμέρισμα του. Χωρίς να βγάλει τα άρβυλα του και το μπουφάν του πήρε από το κρεβάτι το βαρύ πάπλωμα και 2 χοντρές σκοροφαγωμένες κουβέρτες, κουκουλώθηκε και κάθισε στη παλιά  πολυθρόνα που είχε βρει πριν μερικές μέρες, δίπλα στα σκουπίδια. Την είχε καθαρίσει ξανά και ξανά αλλά δεν έπαβε να έχει μια ανεπαίσθητη μυρωδιά μούχλας. Το διαμέρισμα του είχε σχεδόν την ίδια θερμοκρασία  με έξω. Όχι πως του έλεγε και τίποτα η 'ψύχρα' της Θεσσαλονίκης μετά από 12 χρόνια σε ένα κελί στον Έβρο. Εκεί μάλιστα κύριε, εκεί το κρύο σου τρυπούσε τα κόκαλα, ψαχούλευε μέσα σου και ήταν λες και έψαχνε την ίδια την ψύχη σου.

  Σηκώθηκε τυλιγμένος με τις κουβέρτες και άναψε τον θερμοσίφωνα, Το άξιζε ένα ζεστό μπάνιο μετά από τόσες μέρες που έκανε με παγωμένο. Τα οικονομικά του ίσα που του έβγαζαν το νοίκι, το φαγητό και τα τσιγάρα. Το ζεστό μπάνιο ήταν υπερπολυτέλεια. Αλλά σήμερα θα κακομάθαινε τον εαυτό του. Πρόωρο δώρο Χριστουγέννων σκέφτηκε και μειδίασε. Κούρνιασε ξανά στην πολυθρόνα κάτω από τις κουβέρτες και άναψε τσιγάρο. Άρχισε σιγά σιγά να ζεσταίνεται και να χαλαρώνει. Η σκέψη του πήγε μόνη της στην Λίζα. Σκέφτηκε τα χειλάκια της και τα πόδια της με το κοντό φουστανάκι, το χέρι του πήγε μέσα από το παντελόνι του...

«Όχι, ΟΧΙ!!» φώναξε στον αέρα. Πέταξε τις κουβέρτες από πάνω του και σηκώθηκε όρθιος. Πήγε για κανα δεκάλεπτο πέρα δώθε σαν αγρίμι σε κλουβί στο μικρό διαμέρισμα και όταν έκρινε ότι το νερό είχε ζεσταθεί, έβγαλε τα ρούχα του σε χρόνο ρεκόρ και μπήκε στο ντους. Το ζεστό νερό έκανε όλο του το κορμί να ανατριχιάσει. Θεέ μου τι απόλαυση σκέφτηκε. Σκέφτηκε ότι πιο πολλοί άνθρωποι έχουν το ζεστό μπάνιο σαν δεδομένο. Τους ζήλευε λιγάκι. Άρχισε να τρίβει το γεροδεμένο κορμί του με το σφουγγάρι και όταν έφτασε στα γεννητικά του όργανα, η σκέψη σαν άτακτο παιδί πήδηξε και πήγε πάλι στη Λίζα. Κοίταξε το πέος του που τώρα ήταν σε πλήρη στύση.
«Όχι γαμώτο μου όχι!» μονολόγησε και βάρεσε το πέος του με την παλάμη του. Αυτό σαν από αντίδραση λες, έγινε ακόμα πιο σκληρό. Μέσα του μια φωνούλα του έλεγε ότι μπορούσε να αυνανιστεί με την Λίζα στο μυαλό του, δεν ήταν κακό δεν θα έκανε και κανένα έγκλημα.... «Όχι!» ξανάπε. Όταν βγήκε από την φυλακή ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η αρρώστια του είχε περάσει.ενάμιση χρόνο τώρα έξω τα πήγαινε τόσο καλά. Αλλά μετά είχε έρθει αυτή. Η Λίζα. Και από την μέρα που την είχε γνωρίσει τέσσερις μήνες πριν, η αρρώστια είχε γυρίσει πιο δυνατή από ποτέ. Κάθε μέρα θέριευε μέσα του σαν φωτιά σε ξερόχορτα.

   Άφησε το ζεστό νερό να τρέχει και βγήκε από το μπάνιο. Πήγε μέχρι την κουζίνα. Τα γυμνά του πόδια μούδιασαν από το παγωμένο πάτωμα αλλά ο ανδρισμός του έστεκε ορθωμένος να όλμος. Πήγε στο νεροχύτη και πήρε το συρμάτινο σφουγγαράκι. Επέστρεψε στο μπάνιο με αργές, αβέβαιες, νωχελικές σχεδόν κινήσεις. Πλέον η ζεστή ντουζιέρα δεν φάνταζε τόσο θελκτική. Παρόλα αυτά μπήκε από κάτω και γύρισε το νερό στο παγωμένο. Η τιμωρία έπρεπε να είναι ολοκληρωμένη και σκληρή.
   Κράτησε με το ένα χέρι του το σκληρό πέος του και με το άλλο το συρμάτινο σφουγγαράκι, που τώρα οι σιδερένιες ίνες του έμοιαζαν πολύ πιο κοφτερές. Άρχισε να τρίβει. Στην αρχή το μέλος του αντιστάθηκε και έμεινε όρθιο. Αλλά όταν οι πρώτες σταγόνες αίμα βγήκαν άρχισε να μικραίνει και να ζαρώνει. Άρχισε να τρίβει με ακόμα περισσότερη δύναμη και το πέος του λες και ένιωσε την απειλή μάζεψε τόσο που έγινε όσο το μικρό του δαχτυλάκι. Ο Αντώνης όμως δεν έχει σκοπό να σταματήσει. Δεν μπορούσε να νικήσει ξανά η αρρώστια. Το γράπωσε ξανά και άρχισε να σέρνει το σύρμα με όλη του την δύναμη. Κομματάκια δέρμα άρχισαν να μένουν επάνω στο σφουγγάρι. Το νερό από κάτω του είχε γίνει κατακόκκινο. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα ματιά του. Το πρόσωπο του είχε παραμορφωθεί από την αγωνιά και τον πόνο, αλλά συνέχιζε να τρίβει και να τρίβει. Όταν όλες οι σκέψεις για την Λίζα, διάβολε, όταν όλες οι σκέψεις του σταμάτησαν να υπάρχουν και να μην υπάρχει τίποτα στο μυαλό του πάρα μια τεράστια κενή σφαίρα απερίγραπτου πόνου τότε μόνο σταμάτησε. Το μικρό συρρικνωμένο πέος του έμοιαζε λες και το είχες περάσει από μηχανή του κιμά. Άσπρα κενά σημεία αποκαλυπτόντουσαν κάτω από την ξεσκισμένη σάρκα μόλις το ξέπλενε το αίμα που έρεε ποτάμι από τις πληγές.


Με μηχανικές κινήσεις πήρε ένα μπουκαλάκι betadin από τον καθρέφτη δίπλα του και ξέπλυνε όλη την περιοχή. Αφού περίμενε μερικά λεπτά να κοπάσει η αιμορραγία πήρε μια μεγάλη καθαρή πετσέτα και τύλιξε το μόριο του. Βγήκε από το μπάνιο και πάτησε στο κρύο πάτωμα ξανά.  Ταλαντευτικέ μπρός πίσω και παραλίγο να πέσει. Μέσα στο κενό του κεφαλιού του σκέφτηκε ότι πρέπει να έχασε πάρα πολύ αίμα. Ντύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Δεν ήξερε αν έφταιγε η ποσότητα αίματος που είχε χάσει ή η μικρή νίκη του απέναντι στην αρρώστια αλλά μια γλυκιά αίσθηση σαν μαστούρα τον είχε τυλίξει. Παρόλο τον φρικτό πόνο στα σκέλια του κοιμήθηκε σε λιγότερο από 5 λεπτά.







She knows there's something awful wrong
That she's far too young to see
And she knows she can't tell anyone
She's so full of guilt and shame,
And if she tells she'll be all alone           
                                               Motorhead     










   Έξι και μισή ακριβώς άνοιξε τα μάτια του. Ένα ακόμα συνήθειο της φυλακής. Η πετσέτα  ήταν ένα ματωμένο κουβάρι. Κάτω από τον σκληρό φωτισμό φθορίου στο μπάνιο το θέαμα ανάμεσα στο πόδια του ήταν τρομακτικό. Το πέος του ήταν μπλε μοβ πρησμένο και παλλόταν σχεδόν από τον πόνο. Αλλά θα περνούσε. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που λάμβανε τέτοια... δραστικά μέτρα όταν η αρρώστια χειροτέρευε. Το κόλπο τώρα ήταν να είναι αρκετά προσεκτικός για να αποφύγει πιθανές μολύνσεις και άλλα τινά. Προσπάθησε να αναβάλει το φρικτό μαρτύριο του κατουρήματος αλλά δεν τα κατάφερε για πάνω από μισή ώρα. Έκανε ακόμα μια πλύση με betadin και τύλιξε το μόριο του με καθαρές γάζες. Ντύθηκε και ετοιμάστηκε για την δουλειά. Προβλεπόταν δύσκολη μέρα. Προπαραμονή Χριστουγέννων σήμερα στο εμπορικό θα γινόταν χαμός. Και ακόμα χειρότερα θα ήταν αύριο. Δεν θα προλάβαινε να φτάσει με την σφουγγαρίστρα έως τέλος ενός διαδρόμου πριν χρειαστεί να γυρίσει ξανά στην αρχή του να καθαρίσει. Και το ψιλόβροχο που έριχνε έξω δεν θα βοηθούσε και πολύ.

   Στη διαδρομή για την δουλειά σταμάτησε σε ένα φαρμακείο και αγόρασε ένα πακέτο mesulid. Ένα κάθε 12 ώρες έλεγαν οι οδηγίες αλλά ο πόνος σε κάθε βήμα που έκανε δεν του άφηνε και πολλές επιλογές Μόλις βγήκε από το μαγαζί άνοιξε το πακέτο και κατέβασε 2 μαζί. Μέχρι να φτάσει στο εμπορικό, ο πόνος είχε μειωθεί αρκετά αλλά είχε μετανιώσει που πήρε τα πήρε μαζί. Το στομάχι του είχε αρχίσει να κάνει περίεργους θορύβους και αισθανόταν τα πόδια του χαλαρά και ασταθή.

   Το εμπορικό ήταν άδειο ακόμα, τα μαγαζιά σιγά σιγά άνοιγαν τα ρολά τους. Κατέβηκε στον σανατόριο να αλλάξει. Φόρεσε την φόρμα εργασίας πήρε την μεγάλη σφουγγαρίστρα και τον κουβά με τα ροδάκια και ανέβηκε να αρχίσει. Όπως το είχε φανταστεί ούτε δυο ώρες μετά το εμπορικό ήταν πνιγμένο στον κόσμο. Έξω η βροχή είχε δυναμώσει κι'άλλο και ο ίδιος του και ο Αράι ο νεαρός αλλοδαπός καθαριστής που δεν καταλάβαινε γρι ελληνικά, έδιναν κυριολεκτική μάχη για να κρατάν το εμπορικό σε μια 'εμφανίσιμη' κατάσταση. Όλη μέρα γινόταν πανζουρλισμός. Οικογένειες με φωνακλάδικα μώρα, μητέρες με μικρά παιδιά που ούρλιαζαν έξω από καταστήματα με παιχνίδια απαιτώντας τα δώρα τους έκαναν η κατάσταση ακόμα χειρότερη. Ίσως υπό άλλες συνθήκες ο Αντώνης να είχε πρόβλημα με τόσες 'νεαρές' παρουσίες γύρω του, αλλά σήμερα όχι. Εκτός του ότι πνιγόταν κυριολεκτικά στη δουλειά, χθες είχε καταφέρει μια μικρή νίκη, και θα κρατούσε για λίγο αυτό. Έτσι έλπιζε τουλάχιστον.

   Στις 9κ30 το βραδύ που το εμπορικό άρχισε να κλείνει και να φεύγουν και οι τελευταίοι αργοπορημένοι πελάτες, ένιωθε ότι θα λιποθυμήσει από την εξάντληση. Η περιοχή ανάμεσα στα σκέλια του είχε πάρει φωτιά και πήρε ένα ακόμα χάπι αφού πάλεψε για λίγο με την ιδέα να πάρει δύο. Κατέβηκε στο σανατόριο και αφού άφησε τη σφουγγαρίστρα του στον αποθήκη με τα εργαλεία και τα καθαριστικά πήγε στο γραφείο του προσωπικού. Χύθηκε στο παλιό καναπέ και άρχισε να φλερτάρει με την ιδέα να κοιμηθεί εκεί, όταν μπήκε η Ειρήνη. Η μητέρα τις Λίζας. Χωρίς την Λίζα. Τα περισσότερα βράδια την έφερνε μαζί της για να μην μείνει μόνη της στο σπίτι αφού και ο πατριός της δούλευε νύχτα. Η μικρή κοιμόταν συνήθως στον καναπέ που καθόταν τώρα ο Αντώνης.
«Γεια σου Αντώνη» τον χαιρέτησε η Ειρήνη με ένα κουρασμένο χαμόγελο.
«Γεια σου Ειρη...Ω θεέ μου!»
«Δεν είναι τίποτα, κουτούλησα χθες στην πόρτα» είπε αυτή κοιτώντας από την άλλη μεριά. Στο πρόσωπο της, στο αριστερό μάτι της δέσποζε μια τεράστια μελανιά και το πάνω χείλος της ήταν πρησμένο και μοβ. Η υπερβολική ποσότητα μέικ απ αντί να τα καλύπτει, έκανε τα σημάδια ακόμα πιο έντονα.
«Ειρήνη μπορώ να βοηθήσω;» είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε από τον καναπέ. Τα πόδια του με το ζόρι τον κράτησαν.
«Ναι μπορείς. Να με αφήσεις μόνη μου σε παρακαλώ»
«Μα Ειρήνη...»
«Να με αφήσεις μόνη μου» είπε ξανά και η φωνή της έσπασε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε τρέχοντας έξω. Αυτός σκέφτηκε να την ακολουθήσει αλλά δεν ήξερε τι να της πει. Τι να κάνει. Ίσως μάλιστα να έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Μερικοί άνθρωποι ξεπερνάν καλύτερα τα προβλήματα τους όταν δεν μιλάν για αυτά. Έλπιζε η Ειρήνη να είναι ένας από αυτούς του ανθρώπους.

Και άρρωστος και βίαιος. Σκέφτηκε ο Αντώνης καθώς πήγαινε στην έξοδο του εμπορικού. Βίαιος σίγουρα σκέφτηκε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ειρήνη ερχόταν στην δουλειά με παράσημα. Άρρωστος όμως...Ήταν κατά 90%. Ίσως και 99%. Είχαν συναντηθεί μερικές φορές με τον Μανόλη. Έτσι τον λέγαν. Ήξερε ότι είχε και αυτός την αρρώστια, το είχε πρωτουποψιαστεί όταν γνώρισε την Λίζα. Όταν είδε εκείνο το νεκρό βλέμμα στα μάτια της. Το ήξερε αυτό το βλέμμα το είχε ξαναδεί. Ήταν το ίδιο ακριβώς βλέμμα που είχε η Μαριαλένα ένας λόγος που τον έκανε να είναι ακόμα πιο σίγουρος. Είχαν κοιταχθεί με τον Μανόλη στα μάτια και είχαν δώσει χέρια όταν γνωρίστηκαν. Ήταν όπως στις ταινίες με τα τέρατα, που αναγνωρίζουν πάντα ένα του είδους τους, όσο ίδια εμφάνιση και να έχει με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό ήταν και οι δυο τους. Τέρατα.


Βγήκε από το εμπορικό στάθηκε δίπλα στην έξοδο και άναψε τσιγάρο. Έριχνε χιονόνερο. Κοίταξε δεξιά του. Κάτω από το υπόστεγο καθόταν η Λίζα. Φορούσε άσπρο σκούφο και χοντρό άσπρο μπουφάν. Τα μαγούλα της ήταν κατακόκκινα και ήταν λες και είχε βγει από παραμύθι. Το μπουφάν της ήταν αδιάφορα ανοιχτό και έκανε την εικόνα της κάπως λάθος. Κάθισε δίπλα της, όχι εντελώς δίπλα της και συνέχισε να καπνίζει. Μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο του δεν είπαν τίποτα. Πέταξε το τσιγάρο του σε μια λιμνούλα με νερό που είχε αρχίσει να παγώνει και γύρισε προς το κορίτσι.
«Λίζα θα σε ρωτήσω κάτι και να ξέρεις ότι και αν μου πεις θα μείνει μεταξύ μας. Εντάξει;»
«Εντάξει» ψιθύρισε αυτή και ρούφηξε την μύτη της.
«Ο Μπαμπάς σου»
«Δεν είναι μπαμπάς μου» τον διέκοψε και η φωνή ήταν σκληρή και παγωμένη όταν το είπε.
«Εντάξει ο Μανόλης» συνέχισε ο Αντώνης. «Σε πειράζει; Σε ενοχλεί;»
Αυτή δεν απάντησε. Συνέχισε να κοιτά μπροστά.
«Λίζα δεν θα το πω σε κανένα. Θα είναι το μυστικό μας»
Αυτή συνέχισε να κοιτά μπροστά. Τα γαλάζια μάτια της είχαν γίνει δυο σχισμές μίσους.
«Σε ακουμπά ποτέ σε μέρη που δεν θέλεις;» Είπε και σκέφτηκε να την πιάσει από τον ώμο. Αλλά το μετάνιωσε.
Αυτή χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει σηκώθηκε αργά, του γύρισε την πλάτη και μπήκε στο εμπορικό. Κάθισε και την κοιτούσε καθώς απομακρυνόταν. Περπατούσε αργά σαν ζόμπι. Δεν είχε τίποτα από τη ζωντάνια που είχαν σήμερα όλη μέρα τα παιδάκια που τσίριζαν και χοροπηδούσαν. Ο Αντώνης είχε πάρει την απάντησή που γύρευε και ας μην είχε ανοίξει το στόμα της η Λίζα. Ναι άρρωστος και βίαιος σκέφτηκε ο Αντώνης. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να τον βρει και να τον απειλήσει ίσως. Αλλά δεν πίστευε ότι θα έκανε και τόσο καλό, ίσως μάλλον να έκανε τα πράγματα χειρότερα. Και έκτος αυτού ήξερε ότι πιθανότατα θα έμπλεκε πολύ άσχημα. Από αυτά που του είχε πει η Ειρήνη μερικές φορές που την συνόδευε μέχρι το σπίτι τις όταν σχολούσαν μαζί νωρίς τα ξημερώματα, είχε καταλάβει ότι ο Μανόλης ήταν μικρομαφιόζος που μαζί με τον αδελφό του που μπαινόβγαινε στην φυλακή και με μερικούς ακόμα νοματαίους. πουλούσαν προστασία με παρακμιακά κωλόμπαρα  Στο κάτω κάτω ποιος ήταν αυτός και τι του ήταν αυτές οι δυο. Δυο άγνωστες. Αλλά ο Αντώνης έτσι ήταν από παιδί. Η τεράστια σωματική του διάπλαση και μια περίεργη συμπάθεια που έτρεφε για όλους τους αδύναμους και πληγωμένους τον είχαν μπλέξει σε άπειρους καυγάδες. Από νταήδες που ενοχλούσαν τα μικρόσωμα παιδάκια στο σχολείο. Έως μαχαιροβγάλτες που απειλούσαν διαφόρους αδύναμους στην φυλακή. Ο ανώμαλος με την χρυσή καρδιά τον κορόιδευε ο Σταυρός ο συγκάτοικος του στο κελί.

  Ανώμαλος ναι. Ο Αντώνης δεν ήταν καμιά διάνοια, ίσα ίσα. «Λίγο αργός είναι» έλεγαν οι δάσκαλοι στους γονείς του, αλλά είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις από όταν ήταν έφηβος ακόμα. Ήταν καλοκαίρι 2ας λυκείου, είκοσι χρόνια πριν, είχαν πάει με του γονείς του διακοπές στην Πάρο. Στη παραλία δίπλα του ήταν ένα κορίτσι ούτε 10 χρόνων που έπαιζε με τον αδελφό της .Ο Αντώνης της παρατηρούσε, παρατηρούσε το στερνό της που μόλις είχαν αρχίσει να σχηματίζονται τα στήθη της, κοιτούσε τον κοκαλιάρικο πισινό της και χωρίς καν να το καταλάβει είχε μια στύση τόσο σκληρή που τον πονούσε σχεδόν το πέος του. Το σοκ ήταν τεράστιο, αηδίασε με τον εαυτό του και για πολύ καιρό προσπάθησε να μην το ξανασκεφτεί. Του  άρεσαν οι γυναίκες αλλά όταν ικανοποιούσε τον εαυτό του, αντί να σκέφτεται πληθωρικές γυναίκες με δαντελωτά εσώρουχα η τις συμμαθήτριες του, η σκέψη του μόνη της πήγαινε σε εκείνο το κοκαλιάρικο κορίτσι στην Πάρο. Μόλις γινόταν αυτό σταματούσε να αυνανίζεται, σηκωνόταν από το κρεβάτι αηδιασμένος με τον εαυτό του.
   Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι την Μαριαλένα, απέφευγε όποιο μέρος βρησκόντουσαν μικρά παιδιά, απέφευγε κάθε κοινωνική επαφή με μικρότερα παιδιά, μέχρι και στο σουπερμάρκετ που έπιασε δουλειά μετά το λύκειο σαν ταμίας, όταν ερχόντουσαν παιδάκια να αγοράσουν γαριδάκια η μαστίχες αυτός του μιλούσε απότομα για να μην ξανάρθουν. Έκανε και δύο-τρείς σχέσεις με κορίτσια της ηλικίας του. Καλές σχέσεις όλες του με καλά κορίτσια. Αλλά η αρρώστια μεγάλωνε. Στα 21 του πια όταν αυνανιζόταν, φανταζόταν μικρά κορίτσια να τα κοιτάζει γυμνά και να τα χαϊδεύει και στα 23 όσο και αν είχε προσπαθήσει να μην το βάλει ποτέ ούτε καν στην φαντασία του, άρχισε να σκέφτεται να συνουσιάζεται με αυτά τα μικρά κορίτσια .Τότε είχε αρχίσει να τιμωρεί τον εαυτό του με το συρμάτινο σφουγγάρι. Τα τελευταία 2 χρόνια πριν μπει στην φυλακή ήταν τα χειρότερα της ζωής του. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί του συνέβαινε αυτό. Απελπιζόταν μέρα με τη μέρα και κλεινόταν όλο και πιο πολύ στον εαυτό του. Άρχισε να φοβάται κάθε κοινωνική επαφή, φοβόταν ότι ο καθένας θα μπορούσε να καταλάβει τι είχε στο βρώμικο ανώμαλο μυαλό του. Οι γονείς του πίστευαν ότι ο Αντώνης έπασχε από κατάθλιψη και τον πίεζαν να πάει σε ένα ψυχολόγο κάτι που Αντώνης αρνούταν κατηγορηματικά. Ήταν σίγουρος ότι ο γιατρός θα τον καταλάβαινε. Θα τον έπαιρνε χαμπάρι προτού μπει στο ιατρείο.

Ώσπου τελικά ήρθε η μοιραία  Κυριακή. Ο πατέρας του είχε πάει για ψάρεμα στην Καβαλά και αυτός ήταν μόνος με την μητέρα του σπίτι. Η κυρία Βασιλείου είχε  γλιστρήσει στο μπάνιο και έχει σπάσει το αριστερό της πόδι. Παρόλα αυτά ούτε αυτό ήταν ικανό να την εμποδίσει να φτιάξει το κυριακάτικο γεύμα. Εκείνη την μέρα την θυμάται ακόμα σαν να ήταν χτες παρόλο που έχουν περάσει 15 χρόνια. Ήταν Κυριακή 13 Αυγούστου του 1999. Μόλις είχε ξυπνήσει και έπινε τον καφέ του στον κήπο στο τραπεζάκι κάτω από την μεγάλη κλαίουσα, όταν τον φώναξε η μητέρα του από την κουζίνα.
«Αντώνη! Αντώνη έλα εδώ αγόρι μου που σε θέλω.» Καθόταν σε ένα ψηλό σκαμπό πάνω από τον νεροχύτη και έπλενε ένα κοτόπουλο.
«Πες μου μαμά»
«Πετάξου απέναντι αγόρι μου στη Βούλα να σου δώσει το μεγάλο το ταψί»
«Ποιο ταψί;» Είπε ο Αντώνης ενοχλημένος. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάει στο δίπλα σπίτι να πάρει το ταψί. Με αυτό που είχε πρόβλημα ήταν ότι η κυρία Βούλα είχε μια 8 χρονη κόρη και ο Αντώνης πάλευε αυτές τις μέρες να μην τιμωρήσει ξανά τον εαυτό του με το σύρμα.
«Το μεγάλο το κόκκινο, ξέρει αυτή»
«Ρε μαμά μόλις ξύπνησα » πήγε να παραπονεθεί.
Η μητέρα του άφησε το κοτόπουλο και γύρισε στο σκαμπό. Πήρε εκείνο το βλέμμα που έλεγε ''δεν ντρέπεσαι λίγο, η μανά σου έχει σπασμένο πόδι και μαγειρεύει και εσύ βαριέσαι να πας κλπ κλπ''
«Καλά καλά θα πάω» είπε ο Αντώνης κατευθείαν.
«Άντε το αγόρι μου μπράβο. Και θα σου κάνω τις πατάτες ξεροψημένες που σου αρέσουν. Έλα εδώ να σου δώσω ένα φιλί»
Ο Αντώνης πήγε με βαριά βήματα σαν να μην ήθελε προς το μέρος της. Αυτή τον έπιασε με τα βρεγμένα χέρια της και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Άιντε πάνε γρήγορα, έχω ανάψει το φούρνο»

Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να κατευθύνετε προς το σπίτι των γειτόνων. Η ζεστή ήταν ανυπόφορη. Η άσφαλτος ενέδιδε κύματα θερμότητας. Ευχήθηκε να μην συναντήσει καθόλου την μικρή Μαριαλένα. Η ευχή του δεν εισακούστηκε. Η πόρτα άνοιξε και ένα κεφαλάκι εμφανίστηκε από πίσω.
«Γεια  σου Μαριαλένα» είπε αυτός βλαστημώντας την τύχη του.
«Γεια σας κύριε Αντώνη» είπε αυτή με την τσιριχτή πάντα ενθουσιώδη φωνή της. Ο Αντώνης την είχε παρατηρήσει μερικές φορές που έπαιζε με τις φιλές τις στην γειτονιά και είχε σκεφτεί ότι δεν είχε δει πιο ενεργητικό κοριτσάκι.
«Η μητέρα σου είναι εδώ;»
«Όχι πήγαν να πάρουν εφημερίδα με τον μπαμπά!» είπε και άνοιξε εντελώς την πόρτα.
Ο Αντώνης ξεροκατάπιε μόλις την είδε ολόκληρη. Φορούσε άσπρο ραντάκι και από κάτω ένα βρακάκι με φρου φρου.
«Μήπως μπορείς να μου δώσεις το κόκκινο ταψί της μαμάς μου;» Είπε αυτός χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια του από τα γυμνά μπουτάκια της μικρής.
«Τι;»
«Το κόκκινο ταψί της μαμάς μου» επανέλαβε αυτός.
«Εεε δεν ξέρω»
«Καλά να έρθω εγώ να το πάρω;»
«Ναι έλα» είπε η μικρή και πήγε προς τη κουζίνα.
Ο Αντώνης μπήκε στο σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Άρχισε να παρατηρεί τον παιδικό τουρλωτό πισινό της μικρής και ένιωσε το στόμα του να γεμίζει σάλια. Ανάμεσα στα πόδια του ένιωσε μια όλο και δυνατότερη ζέστη.
«Εδώ» είπε η Μαριαλένα και κάθισε μπροστά στο φούρνο. Έβαλε το δάχτυλο της στο στόμα και άρχισε να μασουλά το νύχι της.
Ο Αντώνης έσκυψε να ανοίξει το συρτάρι κάτω από τον φούρνο και το πρόσωπο του ήρθε ελάχιστα εκατοστά από την κοιλίτσα του κοριτσιού. Μύρισε την παιδική μυρωδιά της. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το γυμνό μπούτι της. Αυτή δεν κουνήθηκε καν. Πιθανότατα δεν το κατάλαβε καν. Όταν είσαι 8 χρονών δεν βρίσκεις καμιά διάφορα ανάμεσα στο μπούτι ή στον ώμο. Ο ιδρώτας άρχισε να κυλά ποτάμι στο μέτωπο του Αντώνη. Με δυσκολία ανάσανε.
Και τότε συνειδητοποίησε όλη την κατάσταση. Ήταν μόνος του σε ένα σπίτι με ένα μισόγυμνο κοριτσάκι. Θα μπορούσε να την χαϊδέψει λιγάκι μόνο λιγάκι και κανείς δεν θα το μάθαινε. Έπιασε και το άλλο μπούτι της μικρής. Αυτή τον κοίταξε απορημένη και το έσκασε ένα φαφούτικο χαμόγελο. Ο Αντώνης είχε παραληρήσει από πόθο. Στο μυαλό δεν είχε καμιά σκέψη. Έβαλε το δάχτυλο του μέσα από το εσώρουχο της Μαριαλένας
«Ε!» είπε αυτή και τραβήχτηκε κατά πίσω.
«Κάτσε λίγο, περίμενε»
«Τι;»
«Έλα λίγο εδώ! Έλα που σου λέω.» είπε αυτός με φωνή βαριά και την άρπαξε. Άρχισε να τη χαϊδεύει παντού.
«Άσε μου» τσίριξε το κορίτσι.
«Σσσ μην φωνάζεις, δεν είναι τίποτα σσσ» είπε και τις έκλεισε το στόμα με την τεράστια παλάμη του που έπιανε σχεδόν όλο το πρόσωπο της. Άρχισε να στριφογυρίζει μανιασμένα αλλά ο Αντώνης την ακινητοποίησε υπερβολικά εύκολα. Με μερικές γρήγορες κινήσεις τις έσκισε όλα τα ρούχα. Αυτή πάλευε να ξεφύγει και κάπου αόριστα ο Αντώνης σκέφτηκε ένα αδύνατο γατάκι που είχε καταφέρει να τσακώσει όταν ήταν μικρός. Κατέβασε γρήγορα το παντελόνι του. Η στύση του ήταν πρωτοφανής.
«Σσσ σταμάτα δεν είναι τίποτα» μούγκρισε. Την γύρισε ανάσκελα. της άνοιξε τα λεπτά ποδαράκια της. Άρχισε να τρίβεται επάνω της.  Ήταν έτοιμος να μπει μέσα της όταν συνειδητοποίησε ότι το κορίτσι δεν κουνιόταν πλέον. Κοίταξε το πρόσωπο της που είχε πάρει μια απαίσια απόχρωση του μπλε.
Και τότε σαν να τον χτύπησε μια γροθιά στην κοιλία. Ξύπνησε από το καυλωμένο κόσμο του. Έβγαλε το χέρι του από το πρόσωπο της μικρής και το κεφαλάκι της έπεσε άψυχο μπροστά.
«Θεέ μου τι έκανα!»  ψιθύρισε. Το πρόσωπο του είχε γίνει μια μάσκα φρίκης. Άρχισε να ταρακουνά το μικρό κορμάκι.
Της έκλεισε την μύτη και φύσηξε αέρα στο στόμα της. Το στέρνο της φούσκωσε αλλά αυτή παρέμενε ακίνητη. άρχισε να της πατά το στήθος και να της δίνει αναπνοές από το στόμα όπως είχε δει στις ταινίες. Και όπως ακριβώς στις ταινίες αυτή ξαφνικά άρχισε να βήχει, να τραντάζεται ολόκληρη από το βήχα και ύστερα άνοιξε τα μάτια της.
«Συγγνώμη μικρούλα, συγγνώμη» είπε και άρχισε να κλαίει. Το κοριτσάκι δεν είπε τίποτα έβαλε το αντίχειρα της στο στόμα και διπλώθηκε σε εμβρυακή στάση και έτσι έμεινε ακίνητη, βήχοντας που και που.
«Συγγνώμη, συγγνώμη! Είπε και άπλωσε το χέρι του, αλλά το ξαναμάζεψε απότομα πίσω. Δεν έπρεπε να την ξαναγγίξει. Δεν έπρεπε να ξαναγγίξει κανένα παιδί ξανά στη ζωή του. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έριξε μια τελευταία ματιά στο ζαρωμένο κορίτσι και αφού βεβαιώθηκε ότι ανέπνεε κανονικά, σηκώθηκε φόρεσε το σορτσάκι του και βγήκε από το σπίτι. Άρχισε να τρέχει και να κλαίει. Έτρεχε και έκλαιγε μέχρι που έφτασε λαχανιασμένος και με μάτια πρησμένα εκεί που ήθελε. Μπροστά του κοιτούσε το αστυνομικό τμήμα Σερρών. Μπήκε μέσα και στον πρώτο ένστολο που βρήκε φώναξε λαχανιασμένα
«Πήγα να βιάσω ένα μικρό κορίτσι την Μαριαλένα, σχεδόν την σκότωσα, πρέπει να με βάλετε στη φυλακή!»



Παρόλο που στο δικαστήριο παρακάλεσε για την μέγιστη ποινή έφαγε 13 χρόνια. Έλπιζε σε ισόβια αλλά με απογοήτευση έμαθε ότι στην Ελλάδα τα ισόβια είναι μέχρι 25 χρόνια και ελάχιστες φορές κάποιος τρώει τόσα πολλά. Τελικά η ποινή ήταν 12 χρόνια για απόπειρα δολοφονίας συν ένα χρόνο ακόμα για αποπλάνηση ανηλίκου. Στο δικαστήριο είδε στιγμιαία την μικρή Μαριαλένα, δεν είχε καμιά σχέση με το κορίτσι που έμενε στο διπλανό σπίτι. Ήταν σαν να είχε φύγει η ψυχή από μέσα της . Ένα άδειο τσόφλι. Και είχε αυτό το βλέμμα, αυτό το ίδιο κενό αδιάφορο βλέμμα που είχε η Λίζα.

   Είχε ακούσει ότι στις φύλακες σκοτώνουν τους παιδεραστές. Δεν φοβόταν να πεθάνει, κάπου μέσα το έλπιζε . Δεν έγινε ποτέ όμως. Ένας μύθος ήταν όλο αυτό. Τα πρώτα 2 χρόνια απλά οι συγκρατούμενοι του δεν του έδιναν σημασία, τον απέφευγαν οι πιο πολλοί. Αλλά και αυτό σταμάτησε. Λίγο καιρό μετά ήταν απλά ένας κρατούμενος σαν όλους τους άλλους. Έμεινε 13 χρόνια μέσα, μακριά από παιδιά και ανήλικους. Όταν βγήκε, μια ηλιόλουστη μέρα του Σεπτεμβρίου είχε την κρυφή ελπίδα ότι η αρρώστια είχε φύγει. Και όντως τους πρώτους μήνες ήταν έτσι. Αλλά μετά γνώρισε αυτήν, την Λίζα. Και η αρρώστια είχε έρθει.

«Δεν είχε φύγει ποτέ» είπε σιγανά καθώς έκλεινε τα μάτια και τον έπαιρνε ο ύπνος στο παγωμένο διαμέρισμα του.







Don't let daddy kiss me,

Don't let daddy kiss me...
                                Motorhead                                                     









«24 Δεκέμβριου» μουρμούρισε καθώς έσβηνε με ένα μεγάλο κόκκινο Χ τον αριθμό από το ημερολόγιο πάνω από το κρεβάτι του. Μια ακόμα συνήθεια από τον 'Εβρο. Πριν ακόμα σηκωθεί από το κρεβάτι κατέβασε ένα mesulid με μια γουλιά νερό. Ο πόνος στο πέος του ήταν ανυπόφορος και υποψιαζόταν ότι ίσως να έχει μολυνθεί. Εξέτασε το πετσοκομμένο μόριο του στο μπάνιο χωρίς να βρει η τουλάχιστον να μπορεί να καταλάβει κάποια πιθανή ένδειξη μόλυνσης. Ήταν όσο κόκκινο και πρησμένο ήταν την προηγούμενη. Έκανε μια την καθιερωμένη πλύση με betadin , δάκρυσε από τον πόνο την ώρα που ουρούσε και το τύλιξε με καθαρές γάζες.

Στις 9 πάρα 10 ήταν στο Εμπορικό. Ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να μαζεύεται, Σήμερα θα γινόταν πανικός, αλλά ευτυχώς δεν έβρεχε. Ο ουρανός ήταν κάτασπρος και μάλλον το πήγαινε για χιόνι. Θα του άρεσε αυτό. Πάντα του άρεσε το χιόνι. Είχε μια ηρεμία, που του ζέσταινε την καρδία.

« Σε θέλει ο Παπαδόπουλος στο γραφείο του» τον ενημέρωσε ο σεκιουριτας στην είσοδο. Ο τόνος της φωνής του είχε με νότα χαιρεκακίας. Η μπορεί και να του φάνηκε του Αντώνη. Όπως και να είχε, η καρδία του ανέβασε παλμούς και το στομάχι του έγινε κόμπος. Στο στόμα του του ήρθε μια γεύση από σάπιο φρούτο. Αν και δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι κακό που θα μπορούσε να είχε κάνει. Στην δουλειά του δεν είχε αργήσει πότε, και πότε δεν είχε παραμελήσει κανένα από τα καθήκοντα του. Αλλά ένας άνθρωπος που έχει κάνει 12 χρόνια φυλακή έχει πολλούς λόγους να ανησυχεί όταν τον φωνάζει το αφεντικό του στο γραφείο. Ειδικά αν το αφεντικό του δεν ξέρει ότι έχει κάνει φυλακή. Αν και κάτι του έλεγε ότι το ήξερε από την πρώτη στιγμή. Ο κύριος Παπαδόπουλος δεν φαινόταν για άνθρωπος που του ξεφεύγουν τέτοια πράγματα. Η δεν έχει τους τρόπους του να τα μαθαίνει.
Καθώς ανέβαινε τις σκάλες η ανησυχία του όλο και μεγάλωνε. Η ιδέα του να μείνει ξανά στους δρόμους δεν του έμοιαζε καθόλου ελκυστική. Ήξερε ότι από θαύμα είχε βρει αυτή την δουλειά και ότι να ξανάβρισκε δουλειά θα ήταν σαν να κερδίζει το Λόττο 2 φορές ο ίδιος άνθρωπος.
Σε παρακαλώ Χρηστέ μου ευχήθηκε σιωπηλά πριν χτυπήσει την βαριά πόρτα του διευθυντή.

«Ναι!» ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο τεράστιο πολυτελές γραφείο με αργά βήματα και τα μάτια στο πάτωμα.
«Α Βασιλείου. Κάθισε» είπε ο Παπαδόπουλος. Το σκληρό του πρόσωπο ήταν σχεδόν κρυμμένο πίσω από στοίβες με χαρτιά  και φακέλους.
Ο Αντώνης κάθισε σιγά σιγά και περίμενε να τελειώσει το αφεντικό του κάτι που έκανε στο υπολογιστή. Στα χέρια του έσφιγγε και ξέσφιγγε τον φθηνό μάλλινο σκούφο του.

«Α στο διάολο» φώναξε ο Παπαδόπουλος πατώντας εκνευρισμένος κάπου τελευταία πλήκτρα. Ύστερα έσπρωξε το πληκτρολόγιο από μπροστά του με μια έκφραση αηδίας και γύρισε στον Αντώνη.
«Τα μισώ τα Χριστούγεννα. Όλα τα σκατά αυτές τις μέρες συμβαίνουν. Όλα σου λέω, γαμώ την ειρωνεία μου γαμώ. Έχω 2 μαγαζιά που σήμερα, το πιστεύεις σήμερα, τους κάνουν έξωση λόγο οφειλών στο νοίκι. Και μου το είπε ο δικηγόρος μου σήμερα. ΣΗΜΕΡΑ. Και εγώ μου λες τώρα τι πρέπει να κάνω, να τους πετάξω στο δρόμο Χριστουγεννιάτικα; Σκατοφάρα αυτοί οι δικηγόροι, άπονοι σαν τον διάολο. Δεν με νοιάζει τι δεν έχουν πληρώσει, εγώ Χριστούγεννα μαγαζί δεν κλείνω»
Ο Αντώνης  κοιτούσε έκπληκτος το αφεντικό του χωρίς να έχει να πει κάτι.
«Τι σου λέω και σένα τώρα, άνθρωπε μου πρωινιάτικα. θα μου πεις»
«Όχι κύριε» μουρμούρισε ο Αντώνης.
«Με συγχωρείς δεν σε ανέβασα εδώ για να μου κάνεις τον ψυχολόγο, αυτόν τον πληρώνω 100 ευρώ κάθε τέταρτη απόγευμα. Ιδέα της γυναίκας μου για τα νεαρά μου λέει. Βοήθησε. Πάω εκεί και μια ολόκληρη ώρα ωρύομε για ότι μου τη δίνει στη δουλειά. Πριν μου πει οτιδήποτε σηκώνομαι και φεύγω. Δεν νομίζω να έχω ακούσει ακόμα την φωνή του Πρέπει να με μισεί ο μπαμπέσης. ΧΑ» είπε και γέλασε δυνατά.
Ο Αντώνης χαμογέλασε και αυτός. Τον συμπαθούσε τον Παπαδόπουλο.
«Έχεις πιει καφέ;»
«Μάλιστα κυρ» πήγε να πει ο Αντώνης αλλά πρώτου τελειώσει τη φράση του ο Παπαδόπουλος είχε σηκώσει ένα ακουστικό.
«Σάντρα φέρε ένα καφέ στον άνθρωπο! Σκέτο;» γύρισε στον Αντώνη ο οποίος έγνεψε καταφατικά.«Σκέτο ναι, και φέρε και κέικ, από εκείνο με την σοκολάτα» φώναξε πριν κλείσει το τηλέφωνο.
Ούτε 2 λεπτά μετά μια πανέμορφη, ψιλή ξανθιά κοπέλα που φώναζε από χιλιόμετρα ότι δεν ήταν ελληνίδα μπήκε μέσα. Άφησε ένα δίσκο με αχνιστούς καφέδες  και ένα μεγάλο πιάτο με κομμάτια κέικ. Χαμογέλασε στον Αντώνη που κοιτούσε όχι και πολύ διακριτικά τα καλλίγραμμα πόδια της, έριξε ένα βλέμμα στο αφεντικό της που ο Αντώνης δεν κατάφερε να ερμηνεύσει και βγήκε από το γραφείο.
«Η γυναίκα μου νομίζει ότι την κουτουπώνω. Και σε ρώτα τώρα εγώ αν την κουτούπωνα θα την έφερνα εδώ, δεν θα την άφηνα στον δρόμο να κάνει πιάτσα; Στο λέω να το θυμάσαι. Οι άνθρωποι του δρόμου, αν ξέρεις να ξεχωρίσεις τη σαπίλα φυσικά κάνουν τους καλύτερους εργαζόμενους.»
«Με έπιασε η πολυλογία όμως τώρα και καθυστερώ και εσένα από την δουλειά σου και εμένα, και σήμερα θα έχουμε δουλειά. Βασικά εγώ, γιατί εσύ..» Είπε και του έκλεισε το μάτι.
«Εσύ φιλέ μου θα λουφάρεις αρχοντικά» συνέχισε και του έδειξε στο καναπέ στα δεξιά του γραφείου.
Επάνω στον καναπέ, μέσα σε μια λεπτή διαφανή σακούλα από αυτές που βάζουν στα κουστούμια ήταν μια άγιο βασιλιατικη στολή. Η Αντώνης κοίταξε τον Παπαδόπουλο με μια έκφραση απορίας .
«Τι με κοιτάς. Χριστούγεννα είναι και Χριστούγεννα χωρίς άγιο Βασίλη γίνονται; Σήμερα κλείνουν τα σχολεία, θα είναι τίγκα στα πιτσιρίκια και τα πιτσιρίκια τρελαίνονται με κάτι τέτοια .Κάθε χρόνο έβαζα τον Αλεξόπουλο να το κάνει ξέρεις τον βραδινό καθαριστή, αυτόν μωρέ που τον φωνάζουν Ρόκυ. Αλλά μου αρρώστησε ο άτιμος φέτος. με πνευμονία είναι στο νοσοκομείο. Και έσπαγα το κεφάλι μου χθες ποιον θα βάλω, και μπαμ, μου ήρθες εσύ στο μυαλό. Τα πιτσιρίκια τρελαίνονται να είναι ο Άγιος Βασίλης τεράστιος. Μη ρωτάς γιατί δεν έχω ιδέα»
Ο Αντώνης παρόλο που είχε γλιτώσει την απόλυση που φανταζόταν, τώρα σχεδόν ευχόταν να είχε γίνει έτσι. Στο άκουσμα μονό τις λέξης πιτσιρίκια ο κόμπος στο στομάχι του είχε γίνει φίδια που στριφογύριζαν και δάγκωναν. Και αν τελικά ο Παπαδόπουλος ήξερε ότι είχε κάνει φυλακή, σίγουρα δεν ήξερε τον λόγο.
«Λοιπόν άκου να δεις πως έχει το πράμα. Φόρας την στολή, και όλη μέρα θα κάθεσαι μπροστά στο Αλεξιάδη ξέρεις με τα παπούτσια, έχουν στήσει ένα έλκηθρο , ε λοιπόν εκεί θα κάθεσαι όλη μέρα, θα έρχονται τα μικρά , θα κάθονται μαζί σου εκεί στο έλκηθρο, και θα βγάζουν φωτογραφίες. Θα τους κάνεις και Οχοχοχο και θα χαίρονται αυτά. Τι έπαθες εσύ, έχεις γίνει άσπρος σαν το πανί»
Και ήταν αλήθεια ο Αντώνης είχε γίνει κάτασπρος. Τα χέρια του έτρεμαν και με δυσκολία συγκρατούσε τον καφέ και το κέικ στο στομάχι του.
«Εγώ κύριε Παπαδόπουλε δεν μπορώ» Με δυσκολία άρθρωνε τις λέξεις
«Χάχα, έλα τώρα δεν είναι πυρηνική φυσική. Ο Αλεξόπουλος το γούσταρε, το περίμενε πως και πως. Καλά θα σε τρελάνουν τα μικρά αλλά μην στενοχωριέσαι για μια μέρα είναι. Άδεια σχεδόν μετά αποδοχών »
«Δεν γίνεται κύριε, δεν μπορώ»
Το πρόσωπο του Παπαδόπουλου σκοτείνιασε και σκλήρυνε.
«Δεν θέλω να ακούω βλακείες»
«Δεν μπορώ να το κάνω» είπε ο Αντώνης υψώνοντας την φωνή του.
«Θα μπορέσεις μια χαρά. Όταν σε προσέλαβα σε ρώτησα ένα πράγμα. Σε ρώτησα αν μπορείς να κάνεις τα πάντα. Και εσύ τι μου είπες;» Τώρα η φωνή του αφεντικού, έκοβε σαν ξυράφι.
Ο Αντώνης ζάρωσε στη καρεκλά του και άρχισε να σφίγγει τον σκούφο του ακόμα πιο δυνατά.
«Σε ρωτάω τι μου είπες!»
«Ότι μπορώ» απάντησε ξεψυχισμένα.
«Ωραία πάρε τώρα την στολή και άντε τράβα να κάνεις μερικά παιδάκια χαρούμενα»
«Εγώ...»
«Τώρα» φώναξε ο Παπαδόπουλος και χτύπησε το χέρι του σε μια στοίβα χαρτιά.
«Μάλιστα κύριε» Είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε από την καρεκλά. Πήγε πάνω από το καναπέ και άπλωσε σιγά σιγά το χέρι του να πιάσει την στολή, το έκανε τόσο αργά λες και φοβόταν ότι θα τον κάψει η θα τον δαγκώσει.
«Άντε άνθρωπε μου» είπε ο Παπαδόπουλος από πίσω του.


Μισή ώρα αργότερα ο Αντώνης βρισκόταν στο μικρό  γραφείου του προσωπικού. Καθόταν στον καναπέ φορώντας την άσπρο κόκκινη στολή. Η άσπρη μακριά γενειάδα τον τσιμπούσε στον λαιμό και μερικές ξέμπαρκες κλωστές από τον σκούφο του έμπαιναν στα μάτια. Αλλά δεν έδινε καμία σημασία. Το  μυαλό του είχε θολώσει από την αγωνιά. Ιδρώτας έσταζε ρυάκι στις μασχάλες του. Τι περίεργη που ήταν η ζωή μερικές φορές Σε δοκίμαζε βάζοντας σε να αντιμετωπίσεις τους χειρότερους εφιάλτες σου. 
   «Πιτσιρίκια πιτσιρίκια πιτσιρίκια» αυτή η λέξη στροβιλιζόταν στον μυαλό του ξανά και ξανά. Ξαφνικά έβγαλε ένα απότομο ρέψιμο και ότι είχε μέσα στο στομάχι του ανέβηκε απότομα στον οισοφάγο του. Έτρεξε στο μπάνιο του προσωπικού και έβγαλε τον καφέ μαζί με τον μισοχωνευμενο κέικ. Αισθάνθηκε λίγο καλύτερα. Καθάρισε λίγο την άσπρη γενειάδα του και έπλυνε το πρόσωπο του αρκετές φορές. Κοιτάχτηκε στο καθρέπτη για αρκετή ώρα περνώντας βαθιές αναπνοές. Ε λοιπόν αυτό ήταν μια δοκιμασία. Και θα την ξεπερνούσε. Αν τα κατάφερνε αυτό και αν θα ήταν νίκη στην αρρώστια. Θα ήταν νίκη με κεφάλαιο Ν. Ατσάλωσε την θέληση του και πήρε ακόμα μερικές βαθιές αναπνοές. Ε ναι λοιπόν θα έδινε μάχη σήμερα και θα νικούσε.'Επρεπε να κρατήσει αυτή τη δουλειά πάση θυσία Πριν βγει από το μπάνιο έβαλε το χέρι του μέσα από το παντελόνι και έτριψε το πέος του μερικές αφόρητα επίπονες φορές ερεθίζοντας τις ανοιχτές πληγές. Έτσι για να είναι σίγουρος ρε παιδί μου.

Τα πρώτα παιδάκια άρχισαν να ανεβαίνουν στο έλκηθρο σιγά και ντροπαλά. Υστέρα από λίγο όμως όσο τα έβλεπαν τα άλλα τόσο πιο πολλά ήθελαν να ανέβουν. Στις 5 το απόγευμα είχε μια μικρή ούρα από πεντάχρονα που ήθελαν να κάτσουν στο έλκηθρο η στην αγκαλιά του αγίου Βασίλη και να βγουν φωτογραφία. Κρατούσε τα χέρια του μακριά από τα παιδιά και όταν δεν καθόταν στα γόνατα του πήγαινε όσο πιο μακριά τους γινόταν μέσα στην μικρή θέση του έλκηθρου. Η αλήθεια ήταν ότι ο Αντώνης έκτος από λίγες περιπτώσεις που ένιωθε το σακατεμένο πέος του να σκληραίνει όταν όμορφα κοριτσάκια τρίβονταν στα πόδια του προσπαθώντας να βολευτούν για να βγουν φωτογραφία, τα πήγαινε πολύ καλά. Αρκετά καλά δηλαδή δεδομένου τον περιστάσεων. Για 3 βασικούς λόγους. 1- ήταν αποφασισμένος να νικήσει σήμερα την αρρώστια 2- Τα παιδάκια ήταν πολύ μικρής ηλικίας και οι δίκες τους προτιμήσεις ήταν από 7 τουλάχιστον και πάνω και τέλος το ξεσκισμένο πέος του απέρριπτε πολύ γρήγορα κάθε προσπάθεια για στύση λόγο του αφόρητου πόνου.

Αλλά φυσικά δεν μπορούσε να κρατήσει η τύχη του πάρα πολύ. Γύρω στις 7 το απόγευμα, δύο ώρες μονό πριν σχολάσει ήρθε εκείνη. Πήγαινε πίσω από την μανά της που σφουγγάριζε  το διάδρομο. Φορούσε μπλε φορεματάκι που έκανε τα μάτια της να μοιάζουν εξωπραγματικά. Τα νεκρά μάτια της.
«Α καλέ ο Αντώνης είναι» διάβασε πιο πολύ τα χείλη της Ειρήνης πάρα την άκουσε να λέει όταν τον είδε.
«Άιντε τράβα να βγεις μια φωτογραφεία» είπε και έσπρωξε ελαφριά την κόρη της. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και στηρίχτηκε στο κοντάρι της σφουγγαρίστρας.
Η Λίζα πήγε με αργά βήματα προς το έλκηθρο. Στο Αντώνη φάνηκε μια αιωνιότητα»
 Ανέβηκε στο έλκηθρο και κάθισε επάνω στα πόδια του. Ο Αντώνης ένιωσε μια ηλεκτρική κένωση να περνά τον εγκέφαλο του και όλο το σώμα του.
Η Ειρήνη σήκωσε το κινητό της και έβγαλε μια φωτογραφία. Την κοίταξε και έκανε ένα πφφφφ.
«Πιο κει πάνε λίγο πιο κει, και χαμογελάστε λίγο» τους φώναξε. Ο μικρό κωλαράκι της σύρθηκε επάνω στο πόδι του. Πάρα τον αφόρητο πόνο το πέος του έγινε θεοσκληρο. «Χαμογελάστε βρε λιγάκι». Ξαναφώναξε η μητέρα της  Ο Αντώνης και η Λίζα χαμογέλασαν δίνοντας κυριολεκτικά νέα έννοια στο ψεύτικο χαμόγελο . Ο Αντώνης μέσα στον πυρετό του δεν άντεξε. Πολύ διακριτικά έβαλε το χέρι του ανάμεσα στο πόδια της μικρής και σχεδόν ακούμπησε το μέρος που ήθελε να ακουμπήσει.
Η Λίζα δεν κουνήθηκε καν. Αυτός συνέχισε για ένα δευτερόλεπτο ακόμα όταν σαν από άλλο κόσμο ακούστηκε η Ειρήνη πάλι.
«Άντε μπράβο αυτή βγήκε καλύτερη. Έλα Ελισάβετ πάμε, να ανέβουν κι'άλλα παιδάκια» Η Λίζα κατέβηκε από το έλκηθρο και πήγε κοντά στην μητέρα της χωρίς να κοίταξε ούτε μια φορά τον Αντώνη.

Η επόμενη μισή ώρα ήταν κόλαση. Κάθε παιδάκι που τον ακουμπούσε έκανε το πέος του ακόμα πιο σκληρό και τον πόνο του ακόμα πιο έντονο. Και όσο περνούσε η ώρα τα πράγματα γινόντουσαν ακόμα χειρότερα. Γύρω στις 8 πάρα δεν άντεξε έπιασε από τις μασχάλες ένα κοκκινομάλλικο κοριτσάκι και το κατέβασε από το έλκηθρο. Χαμογέλασε βεβιασμένη στους γονείς που περίμεναν στην σειρά και άρχισε να τρέχει για το σανατόριο.

Μπήκε φουριόζος στην τουαλέτα και άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές. Μπορεί να το ξαναβοηθουσαν όπως και πριν. Έκανε κάτω την γενειάδα του και άνοιξε την βρύση στο παγωμένο, όταν άκουσε το καζανάκι από πίσω του.  Γύρισε και η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε. Και φυσικά επειδή ενός κακού μύρια έποντε... από μέσα βγήκε η Λίζα. Όμορφη σαν άγγελος, η άγγελος ζόμπι αν υπάρχει κάτι τέτοιο και τον κοίταξε στα μάτια.

Το μυαλό του θόλωσε εντελώς. Με μια μεγάλη δρασκελιά έφτασε δίπλα της και έσκυψε στο πάτωμα. Χωρίς να περιμένει στιγμή έβαλε το χέρι του κάτω από την φούστα της. Αυτή δεν κουνήθηκε εκατοστό. Μονό τον κοιτούσε με τα θολά πανέμορφα ματάκια της.

«Ξέρω τι θέλει να κάνεις» είπε
Ο Αντώνης συνέχισε να πασπατεύει κάτω από το φουστανάκι της.
«Μπορείς να το κάνεις αν θες. Να το βάλεις. Είπε και του έδειξε το καβάλο του, με το μικρό κάτασπρο χέρι της.
«Σχεδόν δεν πονάει πια, όχι σαν την αρχή. Αλλά τώρα είπε ότι θα με κάνει από πίσω την επόμενη φορά. Από πίσω μικρή, ωραία δεν θα είναι» είπε κάνοντας την φωνή της μπάσα και βαριά. «Θα πονάει ξανά μάλλον» συνέχισε να μονολογεί.
Ο Αντώνης κοκάλωσε. Ο πόνος και η έλλειψη κάθε ελπίδας και ζωής  στον τρόπο που είπε την τελευταία φράση της, ήταν σαν όχι σαν σιδερένιο σύρμα στο πέος του αλλά σαν σιδερένιο σύρμα στην ιδία του την ψύχη.  Όλο του το είναι πόνεσε.
«Έβγαλε απότομα το χέρι του και το μάζεψε αηδιασμένος με τον εαυτό του.
«Ο μπαμπάς σου;» τη ρώτησε.
«ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ» τσίριξε αυτή και ύστερα το πρόσωπο της έγινε ξανά μια γυάλινη μάσκα. Όπως πάντα με αργά βήματα πήγε μέχρι τις βρύση έπλυνε τα χέρια της και βγήκε από την τουαλέτα.
«Συγνώμη Λίζα. Δεν θα το ξανακάνω. Συγνώμη. Δεν θα το ξανακάνω πότε.» ψιθύρισε πίσω της. Και για πρώτη φορά στην ζωή του το εννοούσε . Αν και το είχε πει και το είχε υποσχεθεί στο εαυτό του χιλιάδες φορές, σήμερα ήταν η μοναδική φορά που το εννόησε. Όχι απλά το εννοούσε, τα λόγια του ήταν σαν να σφράγιζαν ένα αόρατο χαρτί. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσε το μέγεθος την πράξης του.

Κάθε πρόστυχη σκέψη είχε φύγει από το μυαλό του κάθε άρρωστη επιθυμία είχε εξαφανιστεί λες από μέσα του, εκεί που πριν από λίγα λεπτά δεν μπορούσε να δει καλά καλά μπροστά του από το ξάναμμα. Τώρα ένιωθε ένα ατελείωτο μίσος για τον μικρομαφιοζο πατριό της Λίζας, για τον άνθρωπο που βιάζοντας ασταμάτητα μάλλον, ένα 9χρονο κορίτσι, το είχε καταντήσει έτσι. Ένιωθε μίσος για αυτόν και μια αβάσταχτη συμπόνια για την Λίζα. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τουλάχιστον όχι την συγκεκριμένη στιγμή. Ίσως να ζητήσει συγγνώμη από την Λίζα, ίσως. Αν και δεν πίστευε ότι θα έκανε και τρομερή διαφορά. Αλλά κάτι θα ήταν. Αυτό όμως που έπρεπε να κάνει τώρα ήταν να πάει πίσω να συνεχίσει να κάνει την δουλειά του, γιατί αυτή ήταν η ώρα που έφευγε ο Παπαδόπουλος από το γραφείο του και μετά από το πρωινό σκηνικό δεν ήθελε ούτε να φανταστεί την περίπτωση να περνά ο διευθυντής από εκεί που ήταν το έλκηθρο και να μην το βρίσκει στην θέση του.


Έτρεξε σχεδόν μέχρι το έλκηθρο για να βρει μια αρκετά μεγάλη ούρα από παιδάκια και γονείς που κοιτούσαν τριγύρω για τον άγιο Βασίλη που είχε εξαφανιστεί. Παρόλο το άσχημο σκηνικό και την αηδία που ένιωθε για τον εαυτό του-αν και δεν ήταν κάτι που ένιωθε πρώτη φορά, μάλλον το ένιωθε σχεδόν μονίμως, ήταν καλά. Κάπως καλά. Δεν ένιωθε την αρρώστια καθόλου σχεδόν όσα παιδιά και αν ανέβηκα επάνω στα πόδια του. Μέχρι που ανέβηκαν και δυο αρκετά όμορφα κορίτσια στην 'κατάλληλη' ηλικία και αυτός δεν ένιωσε τίποτα. Σχεδόν τίποτα δηλαδή. Έκανε μόνο Οχοχοχοχο, και τώρα ήταν λες και το αισθανόταν λίγο, λες και είχε ελαφρύνει λίγο η ψυχή του. Ήταν σαν να τον είχε λυτρώσει η Λίζα.

Η ώρα πέρασε με τα παιδάκια να έχουν ενθουσιαστεί με τον Άγιο Βασίλη τόσο που τα τραβούσαν σχεδόν οι γονείς τους από πάνω του και αυτός ένιωθε κάτι που δεν θυμόταν ποσά χρόνια είχε να το αισθανθεί. Τόσα που είχε ξεχάσει πως είναι. Ένιωθε χαρά. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν όταν στις 9 και 30 λίγο πριν κλείσει το εμπορικό ένα παιδάκι έκλαιγε και ωρυόταν για να μην κατεβεί από την αγκαλιά του Αι Βασίλη, και εκείνη την στιγμή πέρασε ο Παπαδόπουλος. 'Χρόνια πολλά' του είπε από μακριά με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο στο σκληρό πρόσωπο του.


Τελικά με τα χίλια ζόρια στις 10 πάρα, έφυγε και το τελευταίο παιδάκι. Ο Αντώνης ήταν εξουθενωμένος, είχε ανεβάσει πυρετό, και σκέφτηκε ότι σίγουρα είχε μολυνθεί εκεί κάτω και τον πονούσαν όλα τα κόκαλα του. Αλλά ήταν καλά. Μετά από χρόνια, δεκαετίες ίσως αισθανόταν καλά. Όλος ο κόσμος έμοιαζε πιο φωτεινός λες. Βγήκε να κάνει ένα τσιγάρο έξω από το εμπορικό και καθώς κάπνιζε και κοιτούσε μέσα τα στολισμένα μαγαζιά ένιωσε μια ζεστασιά στην ψυχή του που είχε να την αισθανθεί από μικρό παιδί. Αυτό το ωραίο συναίσθημα που αισθάνεσαι όταν είσαι μικρός και κλείνουν τα σχολεία, αυτή η αίσθηση να πατάς με γυμνά πόδια στο παχύ χάλι και να βλέπεις το χιόνι να πέφτει έξω. Τα δώρα κάτω από το δέντρο που θα ανοίξεις σε μερικές μέρες...Άπλωσε το χέρι του και αισθάνθηκε τις νιφάδες του χιονιού να λιώνουν στην ζεστή παλάμη του. Το συναίσθημα τον είχε κατακλύσει. Δεν πίστευε ότι η αρρώστια είχε εξαφανιστεί απλά αισθανόταν ότι η Λίζα της είχε δώσει μια γερή γροθιά στέλνοντας την στα πιο βαθιά μέρη του εγκεφάλου του. Αλλά πότε δεν ξέρεις σκέφτηκε μπορεί και να με γιάτρεψε. 
   Πρώτο πράγμα που θα έκανε για το μικρό κορίτσι ήταν να πάει κάτω στο δωμάτιο που μάλλον τώρα αυτή θα καθόταν στον καναπέ ατενίζοντας το κενό και θα της ζητούσε γονατιστός συγγνώμη. Ύστερα μπορούσε να της πάρει ένα ωραίο ακριβό δώρο με τα λεφτά που μάζευε άδω και μήνες για να πάρει εκείνο το ζευγάρι μπότες.  Γιατί οι δίκες του ήταν τόσο τρύπιες που μερικές φορές όταν ειδικά έβρεχε νόμιζε ότι θα του πέσουν τα δάχτυλα από το κρύο. Δεν πείραζε οι μπότες μπορούσαν να περιμένουν , άσε που μέχρι να καταφέρει να ξαναμαζέψει λεφτά θα είχε έρθει η άνοιξη. Ναι και έπρεπε να κάνει κάτι για τον πατέρα της, μπορούσε να τον φοβίσει ότι θα πάει στην αστυνομία. Ίσως να το έλεγε στην Ειρήνη την μητέρα της και να κάνανε κάτι μαζί. Το κοριτσάκι έπρεπε να σωθεί. Έπρεπε αυτός να το σώσει. Αλλά ηρέμησε άρχισε με το συγγνώμη είπε στον εαυτό του.

Κατέβηκε στο σανατόριο και πήγε στο δωμάτιο με μια συγγνώμη στα χείλη του. Αλλά η Λίζα δεν ήταν εκεί. Πήγε στις τουαλέτες αλλά  ούτε εκεί ήταν. Πήγε στον πάνω όροφο και σε ένα διάδρομο είδε τον Αραι.
«Μήπως είδες την Λίζα»
«Ε» είπε αυτός
«Τη Λίζα, την κόρη της Ειρήνης την είδες »
«Ε;» Ο νεαρός αλλοδαπός ήταν φανερό ότι δεν είχε καταλάβει κουβέντα.
«Δεν πειράζει » είπε ο Αντώνης και τον χτύπησε στον ώμο.
Ανέβηκε στον 2ο όροφο και από μακριά είδε την Ειρήνη. Έτρεξε προς το μέρος της
«Ειρήνη» είπε και την έπιασε από τον ώμο
Αυτή γύρισε απότομα και έβγαλε μια μικρή κραυγή
«Αχ μωρέ Αντώνη με κοψοχολιασες. δεν σε κατάλαβα στην αρχή»
Για λίγο ο Αντώνης δεν κατάλαβε αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι φορούσε ακόμα την στολή του αγίου Βασίλη.
«ΧΑ συγγνώμη» είπε και κατέβασε την γενειάδα στον λαιμό του.
«Η Λίζα που είναι» συνέχισε.
«Ήρθε και την πήρε ο Μανόλης, έχω και πρωινή βάρδια εγώ. Θα κοιμηθώ λίγο στο σανατόριο σήμερα και θα ξυπνήσω για δουλειά πάλι, Έχουν πάρει όλοι άδεια και έχουμε μείνει λίγοι και καλοί. Αλλά θα πληρώσει διπλό ο Παπαδόπουλος αύριο. Καλός άνθρωπος ρε παιδί μου»
Ο Αντώνης ούτε που την άκουγε.
«Ο Μανόλης» είπε
«Ναι βρε ο Μανόλης, ο άντρας μου. Πάλι καλά δεν λες. Θα την ανάγκαζα να περάσει τα Χριστούγεννα της στο άδειο εμπορικό. Αν και το τρελοκόριτσο μου έκανε ολόκληρη σκηνή . Δεν έχει πει πότε όχι σε τίποτα, ξέρεις πως είναι, αλλά σήμερα λύσσιαξε να μην πάει με τον Μανόλη σπίτι. Όχι μαμά και Όχι μαμά. Η Λίζα το πιστεύεις;»

Και έτσι εκείνη την στιγμή ο Αντώνης ήξερε τι έπρεπε να κάνει.  Ήξερε πως να σώσει την μικρή. Γύρισε την πλάτη στη Ειρήνη και άρχισε να τρέχει. Πήγε στο σανατόριο στο σωμάτιο που αφήναν τις σφουγγαρίστρες και τα εργαλεία και άρχισε να ψάχνει. Σε ένα ράφι το βρήκε. Στα χέρια του σήκωσε ένα τεράστιο κόκκινο σιδερένιο κάβουρα και τον ζύγισε  πηγαίνοντας τον δεξιά αριστερά. Τον έχωσε μέσα στον κόκκινο σάκο του Αγίου Βασίλη και άρχισε να τρέχει ξανά.

Σε ούτε 20 λεπτά ήταν έξω από την παλιά μονοκατοικία της Ειρήνης. Από την γιαγιά μου την κληρονόμησα  και αυτή από την μητέρα της του είχε πει μια μέρα πριν μήνες όταν τις είχε συνοδέψει πρώτη φορά μέχρι το σπίτι τους. Άνοιξε την σιδερένια μικρή καγκελόπορτα και έτρεξε μέχρι την εξώπορτα που ήταν στολισμένη με ένα μεγάλο άγιο Βασίλη που αναβόσβηνε. Χτύπησε την πόρτα δυνατά αφού έψαξε για το κουδούνι το όποιο δεν βρήκε . Το σπίτι φαινόταν σκοτεινό, αλλά ξαναχτύπησε. Και όταν δεν άνοιξε κανείς χτύπησε ξανά και ξανά, ώσπου κάποια στιγμή άκουσε θόρυβο από μέσα.
«Τώρα» ακούστηκε μια φωνή
Η πόρτα άνοιξε. Αυτός φορούσε άσπρο λερωμένο φανελάκι και κόκκινο μποξερακι που έκρυβε πολύ κακά την στύση του. Τα πυκνά μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Το μέτωπο του ιδρωμένο.
«Που είναι;» φώναξε ο Αντώνης.
«Που είναι ποιος;» ρώτησε νευριασμένος ο Μανόλης« και ποιος διάολος είσαι εσύ; και δε σου έχουν πει ότι ο άγιος Βασίλης έρχεται από την καμινάδα» συνέχισε και κακάρισε με το αστείο του.
«Η Λίζα που είναι;»
Η φάτσα του Μανόλη σοβάρεψε απότομα.
«Ποιος είσαι ρε πούστη εσύ;» είπε και του τράβηξε την γενειάδα.
Ο Αντώνης τον παραμέρισε , σπρώχνοντας τον εύκολα με το ένα χέρι του και μπήκε στο σπίτι.
«Που πας ρε αρχίδι;» τον άκουσε από πίσω του καθώς ανέβαινε τις σκάλες. Πριν πατήσει τον πόδι του στο τελευταίο σκαλί. ο Μανώλης τον έπιασε από τους ώμους και τον έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Ο Αντώνης προσπάθησε να κρατηθεί από τα κάγκελα δίπλα του αλλά δεν τα κατάφερε. Έχασε την ισορροπία του και άρχισαν να κουτρουβαλανε αγκαλιά σχεδόν στις στενή σκάλα. 
Όταν έφτασαν στο πάτωμα ο Αντώνης με ένα γρήγορο σάλτο βρέθηκε από πάνω του. Έσφιξε τη γροθιά του και έρισε μια δυνατή πλάγια μπουνιά στο σαγόνι του Μανόλη, ο οποίος βόγκηξε από τον πόνο και αμέσως μετά άρχισε να σαλεύει υστερικά κάτω από το βάρος του Αντώνη προσπαθώντας να ξεφύγει. 
«Για το δικό σου κάλο, ελπίζω να είναι καλά» είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε από πάνω του. Πήρε τον σάκο του Αι Βασίλη που του είχε πέσει δίπλα στις σκάλες την ώρα που κουτρουβαλούσαν και ανέβηκε στον πάνω όροφο.
«Αχ θα σε γαμήσω καριόλη » άκουσε τον Μανόλη να φωνάζει από τον κάτω όροφο.
Η τρίτη πόρτα που άνοιξε ήταν το παιδικό.  Η Λίζα καθόταν στο κρεβάτι, ολόγυμνη. Με τα χέρια τις αγκάλιαζε  τα λεπτά πόδια της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια όμορφη κοτσίδα. Κοιτούσε το ταβάνι, λες και έβλεπε πέρα από αυτό, τα αστέρια η το διάστημα η κάτι τέτοιο. Ο Αντώνης πήρε το πάπλωμα από το πάτωμα και σκέπασε απαλά την Λίζα. Αυτή ξάπλωσε σιγά πίσω και ανέβασε το πάπλωμα πάνω απ το πρόσωπο της. 
«Λίζα είσαι καλά;» ρώτησε ο Αντώνης καταλαβαίνοντας αμέσως το βλακώδες της ερώτησης του. «Λίζα;» ξανάπε. Αλλά αυτή δεν κουνήθηκε, είχε σκεπαστεί ολόκληρη με το πάπλωμα και φαινόταν μόνο η κορυφή τον χρυσών μαλλιών της. «Λίζα;» αυτή ανέβασε κι'άλλο το πάπλωμα και χάθηκε εντελώς κάτω από αυτό.
«Καριολη!» άκουσε μια φωνή από πίσω του. Γύρισε απότομα και το τελευταίο δευτερόλεπτο κατάφερε να αποφύγει το υπερμέγεθες στρατιωτικό μαχαίρι που κρατούσε ο Μανόλης. 
«Θα σε γαμήσω» φώναξε ξανά και προσπάθησε ξανά να καρφώσει τον Αντώνη σχεδόν με επιτυχία αυτή τη φορά. Η πολύ καλά ακονισμένη λεπίδα του μαχαιριού έσκισε ένα κομμάτι ύφασμα από την κόκκινη στολή λίγο πιο κάτω από το στήθος του Αντώνη μαζί με λίγο δέρμα.
«Όχι» είπε ήρεμα ο Αντώνης. «Είσαι άρρωστος και οι μέρες που γαμούσες τελείωσαν» συνέχισε και έχωσε το χέρι του στο σάκο του. Έβγαλε τον τεράστιο σιδερένιο κάβουρα από μέσα και άφησε το σάκο να πέσει στο πάτωμα.
«Άρρωστος; Τι λες ρε αρχίδι;» Είπε ο Μανόλης και όρμισε μπροστά  με το μαχαίρι προτεταμένο σαν επαγγελματίας ξιφομάχος.  Αυτή τη φορά  ο Αντώνης έκανε ένα βήμα στα δεξιά αποφεύγοντας τον. Μόλις βρέθηκε από πίσω του σήκωσε με τρομερή ταχύτητα τον κάβουρα και τον κατέβασε με δύναμη που μόνο οι δικοί του μυείς θα επέτρεπαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Μανόλη. Ένα ανατριχιαστικό υπόκωφο γντουπ ακούστηκε και ο Μανόλης σωριάστηκε σαν μαριονέτα στο πάτωμα. Αίμα μαζί με ένα κιτρινωπό υγρό σαν ζελέ άρχισε να τρέχει στο καφέ χάλι από την άσχημη τρύπα στο κρανίο του. Τα πόδια του τρεμούλιασαν σπασμωδικά για λίγα δευτερόλεπτα και μετά έμεινε εντελώς ακίνητος

Ο Αντώνης άφησε τον κάβουρα να πέσει από τα χέρια του και γύρισε προς τον κρεβάτι. 
«Λίζα συγγνώμη. Λίζα... ευχαριστώ. Μη φοβάσαι πια δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς» είπε στο σκεπασμένο όγκο στο κρεβάτι. Καμία κίνηση από κάτω.

Ο Αντώνης  έψαξε την τσέπη του και έβγαλε το κινητό του. Πάτησε 3 αριθμούς και περίμενε.
«Λέγομαι Αντώνης Βασιλείου, βρίσκομαι στην οδό Γεωργιαφέντη 12. Είναι μια μονοκατοικία και έχω σκοτώσει ένα άνθρωπο» είπε στη γυναίκα που το σήκωσε και έκλεισε το τηλέφωνο πρώτου προλάβει να του απαντήσει.

Έβαλε τα γόνατα του στο πάτωμα και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι χωρίς να μιλαει.
Κυριολεκτικά άμεση δράση σκέφτηκε όταν ούτε 2 λεπτά μετά άκουσε την πόρτα του σπιτιού να σπάει. 
«Ψηλά τα χέρια» του φώναξε με τρεμάμενη φωνή ένας νεαρός αστυνομικός που κρατούσε το όπλο του στραβά.
Ο Αντώνης σήκωσε τα χέρια του στον αέρα. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μια πρωτοφανής ηρεμία. Όλα ήταν καλά.  Ούτε πέντε λεπτά αργότερα αυτός ήταν στο πάτωμα  με την μούρη διαβολεμένα κοντά στα χυμένα μυαλά του Μανόλη και τα χέρια αλυσοδεμένα γερά πίσω από την πλάτη του. Το δωμάτιο τίγκα στους αστυνομικούς. Πάρτε τον στο τμήμα είπε κάποιος. Την ώρα που πήγαν να τον σηκώσουν, το πάπλωμα άρχισε να κουνιέται και να κατεβαίνει. 
«Υπάρχει κάποιος εκεί!» ούρλιαζε ένας αστυνομικός και όλοι μαζί σήκωσαν τα όπλα σημαδεύοντας το κρεβάτι. Αυτός που κρατούσε τον Αντώνη τον άφησε να πέσει απότομα ξανά στο πάτωμα. Η μύτη του ακούμπησε μια ματωμένη τούφα από τα μαλλιά του Μανόλη. Το πάπλωμα κατέβηκε λίγο ακόμα και το ξανθό κεφαλάκι της Λίζας εμφανίστηκε
«Γαμώτο ένα κορίτσι είναι!» είπε η ίδια φωνή που είχε πει να τον πάρουν στο  τμήμα. «Καλά γαμώ την σταυρό σας κανείς δεν είδε αν υπάρχουν αλλά άτομα στο σπίτι. Η έστω στο δωμάτιο» συνέχισε να ουρλιάζει.
Αλλά ο Αντώνης δεν άκουγε σχεδόν τίποτα. Απέναντι του η Λίζα τον κοιτούσε στα μάτια. Τα μάτια της για πρώτη φορά από τότε που την είχε δει ο Αντώνης ήταν ζωντανά και φωτεινά, ένα γλυκό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χειλάκια της. Μέχρι που τον έβγαλαν σηκωτό από τον δωμάτιο, άνθρωποι μιλούσαν στην Λίζα αλλά δεν τους έδινε σημασία, απλά τον κοιτούσε και του χαμογελούσε....




Τέσσερα χρόνια αργότερα, αυτό το χαμόγελο είχε στο νου του όταν στις βρώμικες τουαλέτες στις φυλακές της Χαλκιδικής ο Αντώνης κειτόταν μέσα σε μια λίμνη αίματος. Του δικού του αίματος. «Αυτό είναι για τον αδελφό μου καριόλη» του είχε πει ένας μικρόσωμος άντρας με μαύρα πυκνά μαλλιά πριν του μπήξει ένα μακρύ χειροποίητο στιλέτο στα πλευρά. Καθώς ξεψυχούσε και ένιωθε κυριολεκτικά την ζωή του να φεύγει από μέσα του, δεν λυπόταν ούτε φοβόταν. Ήταν ήρεμος, ελεύθερος από την αρρώστια. 








                                                      Τέλος




                                                                                                                                

Κώστας Γαβράς
21/12/2013
                                                                                                                          


*Αγαπητέ αναγνώστη, ελπίζω να πέρασες διαβάζοντας την ιστορία μου όσο καλά πέρασα εγώ γράφοντάς την. Θα μου έδινε χαρά και δύναμη να συνεχίσω να γράφω και να δημοσιεύω αν άφηνες το σχόλιο σου η έκανες like στην σελίδα μου. Εις το επανιδείν λοιπόν.

** Το κείμενο είναι καθαρή μυθοπλασία

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Aμαξοστοιχία 410





The KKK took my baby away...
                                    
                                   Ramones.




                                                   Aμαξοστοιχία 410




Kωλοζέστη!’
Άνοιξα το παγωμένο νερό μου, και κατέβασα 2 ροζ Luvox με τρεις μεγάλες γουλιές. Το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε. Είχα άλλωστε να φάω οτιδήποτε από την προηγούμενη. Τελευταία δεν έτρωγα και πολλά, και ο καύσωνας δεν βοηθούσε.
    Η ζέστη στην Αθήνα τον Αύγουστο είναι ανυπόφορη. Κοίταξα το πράσινο λεωφορείο μπροστά μου. Άκουσα την μηχανή να δουλεύει στο ρελαντί. Είχα 10 λεπτά ακόμα ( πάντα σε περίπτωση που δεν θα είχαμε καθυστέρηση) . Ευχήθηκα να είναι αναμμένος ο κλιματισμός και μπήκα.
   Ήταν αναμμένος. Θεέ τι ανακούφιση. Αλλά απ’την άλλη, για κάτι τέτοιες μαλακίες σχεδόν πάντα ακούει ο Θεός . ‘Μόνο όταν πραγματικά τον χρειάζεσαι κάνει τον κούφο και κοιτά αλλού’ σκέφτηκα καθώς βυθιζόμουν στο κάθισμα μου. Το κρύο βελουτέ ύφασμα έκανε το δέρμα μου να ανατριχιάσει αλλά το καλοδέχτηκα.
   Ίσως η ξαφνική ανακούφιση από την ζεστή - είχα κυριολεκτικά βράσει όλη μέρα στους δρόμους της πρωτεύουσας, ίσως τα Luvox (‘δεν προκαλούν υπνηλία’ αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ) με έριξαν σε έναν χωρίς όνειρα λήθαργο σε λιγότερο από 5 λεπτά. Ξύπνησα 4 περίπου ώρες αργότερα.
   Ο λόγος που ξύπνησα ήταν κατά κάποιο τρόπο και ο λόγος που έπαιρνα αυτά τα γαμημένα ροζ χάπια εδώ και 3 χρόνια.
   Άνοιξα τα μάτια μου και ανακάθισα τρομαγμένος. Κοίταξα πίσω μου. Τρεις σειρές πιο πίσω δυο κατάξανθα παιδιά, όρθια πάνω στα καθίσματα διαπληκτιζόντουσαν έντονα για την κατοχή ενός πλαστικού κόκκινου δεινόσαυρου.
«Φέρτο!» ούρλιαξε το κορίτσι.
«Είναι δικό μου!» το αγόρι.
«Όχι»
«ΝΑΙ!»
«ΟΧΙ»
«ΝΑΙ!!»
Ο κύριος που καθόταν παραδίπλα έστρωσε  μηχανικά τον γιακά του, ανακάθισε στην θέση του και έριξε στα δυο παιδιά ένα άγριο βλέμμα.
«Ήταν στο δικό μου παγωτό χαζή!» τσίριξε το αγοράκι. Πολλά από τα δοντάκια του έλειπαν, και ακούστηκε πιο πολύ σαν «Ήταν θτο δικό μου παγωτό χαδή».
Τα πανομοιότυπα χαρακτηριστικά τους δεν άφηναν περιθώριο αμφιβολίας για την συγγένεια τους. Το κορίτσι πρέπει να ήταν γύρω στα 4, το αγόρι τουλάχιστον ένα χρόνο μικρότερο και πολύ πιο μικρόσωμο.
«Καλά μην μου το δίνεις, χέστηκα!» είπε με στόμφο η μικρή και άρπαξε το χέρι του αδελφού της. Το κράτησε σφικτά με τα δυο της χεριά. Έμπηξε τα δόντια της στα δάχτυλα του αδελφού της και του άνοιξε την παλάμη, κατοχυρώνοντας έτσι το πολύτιμο τρόπαιο της.
Το αγοράκι άρχισε να τσιρίζει. Πολλοί από τους επιβάτες ακόμα και αυτοί από τις μπροστά θέσεις, γύρισαν τα κεφάλια τους. Εγώ είχα παγώσει.
«Δεν μπορεί! Όχι στον ίδιο άνθρωπο δυο φόρες, δεν γίνεται!» Τα χεριά μου είχαν ιδρώσει παρά τον δυνατό κλιματισμό.
«Mα σας παρακαλώ, τι πράγματα είναι αυτά;» είπε μια παχουλή γυναίκα που καθόταν μπροστά από τον τύπο με τον πουκάμισο. Αυτό πήγαινε στην ξανθιά, αρκετά όμορφη γυναίκα που καθόταν πίσω από τα παιδιά . Στην αγκαλιά της είχε ένα στρουμπουλό μωρό. Θα στοιχημάτιζα ότι ήταν η μητέρα τους. Το κορίτσι ήταν σαν μικρογραφία της.
«Χάρη κάνε ησυχία αγόρι μου, γιατί φωνάζετε;»
«Με δαγκωθε, μαμά με δάγκωθε» όρθωσε το επιχείρημα του ο Χάρης.
«Ψέματα!» αντέκρουσε με σιγουριά η αδερφή του.
«Αλήθειαααα, μαμά πονάει!» άρχισε να κλαίει γοερά ο μικρός.
«Κυρία μου αν είναι δυνατόν!» φώναξε αγανακτισμένος κάποιος που καθόταν πίσω από την μητέρα των παιδιών.
«Άννα! Χάρη!» σηκώθηκε η μητέρα τους από το πίσω κάθισμα. Τους έπιασε από τα χεριά και έσκυψε ανάμεσα τους. Ένα μεγάλο μέρος από το όμορφο στρογγυλό  στήθος της αποκαλύφθηκε. Αν και τέλος καλοκαιριού ήταν κάτασπρο. Τα 3 παιδιά μάλλον δεν άφηναν και πολύ ελεύθερο χρόνο για μπάνια στην κύρια Μαμά.
«Αν δεν κάνετε ησυχία ο αστυνόμος-οδηγός θα σας κατεβάσει εδώ!» έδειξε έξω από το παράθυρο με το δάχτυλο της.
Έξω είχε πια σκοτεινιάσει και μάλλον η ιδέα να τους αφήσει στην ερημιά ο οδηγός- αστυνόμος δεν φάνηκε και πολύ σπουδαία σε κανένα από τα δυο αδέρφια.
   Κάθισαν στα καθίσματα τους και κοίταξαν με γουρλωμένα τα γαλάζια μάτια τους το σκοτάδι έξω από το παράθυρο. Ο Χάρης αρκέστηκε σε μια τελευταία μπουνιά στο μπούτι της αδελφής του. Η Άννα φανερά τρομοκρατημένη από την επικείμενη τιμωρία δεν ανταπέδωσε.
‘Γιατί να μην υπήρχε και σε εκείνο το βαγόνι ένα οδηγός αστυνόμος…’ σκέφτηκα μαλάζονταν τα μηνίγγια μου. Η κάρδια μου κόντευε να πεταχτεί από το στήθος μου και δεν μπορούσα να νιώσω τα πόδια μου. ‘Κάπως έτσι πρέπει να αισθάνονται οι παράλυτοι’ σκέφτηκα ασυναίσθητα. Έβγαλα από την τσάντα μου 2 ακόμα Luvox και τα κατάπια με το υπόλοιπο νερό που τώρα ήταν ζεστό σα κάτουρο.
Έκλεισα τα μάτια μου.



  Είχαν περάσει σχεδόν 3 χρόνια. Ήταν 22 Δεκεμβρίου. Τελευταίος χρόνος ως φοιτητής του Χημικού στην Λάρισα. Αν και μονό 3  χρόνια, όταν σκέφτομαι τον τότε Τάσο -Τάσος Μίχας , αυτός είμαι εγώ, είναι σαν να σκέφτομαι ένα άλλο άνθρωπο. Κάποιον που ήξερα. Ναι, φαντάζομαι ότι κάποιες εμπειρίες είναι αρκετές για να σε κάνουν να γίνεις ένας ‘άλλος άνθρωπος’. Να γίνεις κάποιος που στους εφιάλτες του ακούει ένα αλβανικό μοιρολόι και κάποιες φόρες να το ακούς σαν ψίθυρο ακόμα και με τα μάτια ανοιχτά. Να γίνεις κάποιος που χρειάζεται 4, μερικές φόρες 6, ακόμα και 8 χάπια την ημέρα, για να μην καταρρεύσει από κρίσεις πανικού ή άγχους ή και ‘γω δεν ξέρω τι σκατά.
   Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 2006 και μάλλον η ‘ζεστασιά’ είχε ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους του ΟΣΕ. Είχαν προσθέσει μια ακόμα έκτακτη, και μάλιστα express γραμμή για Αλεξανδρούπολη -αυτό σήμαινε ότι δεν θα σταματούσε σε κάθε χωριουδάκι, ξεχασμένο από τον θεό, και θα κάναμε 8-9 ώρες και όχι 2 χρόνια. Για όλους αυτούς που είχαν μείνει πίσω για δουλειά , υποχρεώσεις ή κάποιο τελευταίο εργαστήριο, όπως εγώ. Θα μπορούσα φυσικά να περιμένω και να πάρω το 604 στις 4 το επόμενο μεσημέρι, αλλά αλήθεια δεν ήθελα να περάσω τα Χριστούγεννα σαν τη καλαμιά στον κάμπο 500 χιλιόμετρα μακριά από όλους τους φίλους μου.
   Ήταν μια μικρή, υπερβολικά μικρή αμαξοστοιχία με 3 βαγόνια και ένα αυτό της μηχανής. Θα ξεκινούσε 12:20 το βραδύ και το πρωί στις 9:30 θα έφτανε στην Αλεξανδρούπολη. Μάλιστα ήταν τοσο έκτακτη η γραμμή που μας είχαν ελέγξει τα εισιτήρια πριν μπούμε στο τρένο, δεν θα υπήρχε ελεγκτής.
   Ήταν 3 βαγόνια από εκείνα τα φρικτά, καταθλιπτικά παλιά πορτοκαλοκόκκινα. Από εκείνα που κατεβαίνοντας, ένιωθες τόσο βρώμικος που ήθελες να κάψεις τα ρούχα σου και να κάνεις μπάνιο με χλωρίνη. Αλλά ποσώς με ενδιέφερε. Και από ότι φαινόταν δεν δυσαρεστούσε και αρκετούς ακόμα, μιας και καμία  εκατοστή άτομα περίμεναν να ανοίξουν οι πόρτες της μικρής αμαξοστοιχίας.

   Μπήκα στο τελευταίο βαγόνι, πιστεύοντας ότι θα έχει τον λιγότεροo κόσμο. Και δεν έπεσα έξω.
   Μέσα στο βαγόνι ήμασταν καμία εικοσαριά άτομα. Μεταξύ αυτών ένα ζευγάρι καλοντυμένων, κοτσονάτων ηλικιωμένων, δυο κοπέλες και δυο αγόρια όλοι με ράστα και ρούχα που έμοιαζαν να τα είχαν ράψει μονοί τους . Ήταν ζωσμένοι με εκείνες τις τεράστιες βαλίτσες που δένουν στη μέση και στο στήθος και πάντα με έκαναν να απορώ γιατί μονοί τύποι σαν αυτούς έχουν τέτοιες και επίσης τι διάολο έχουν εκεί μέσα. Ήταν ακόμα ένα νεαρό ζευγάρι αλλοδαπών με ένα μικρό κοριτσάκι που κοιμόταν μακάριο στην αγκαλιά της μάνας του, δυο τύποι με πανάκριβα σακάκια και χαρτοφύλακες που έμοιαζαν εκτός τόπου και χρόνου μέσα στο άθλιο βαγόνι . Ακόμα μια παρέα από 3 μεταλλάδες με όλα τα χαρακτηριστικά αξεσουάρ, καρφιά, μακριά δερμάτινα, ανάποδους σταυρούς και κάνα τόνο μαύρο μολυβί κάτω από τα μάτια. Αυτούς δεν έμοιαζε να τους έχει ζεστάνει καθόλου το κλίμα των Χριστουγέννων. Δυο κοντοκουρεμένοι υπερβολικά φουσκωτοί τριαντάρηδες με στρατιωτικά παντελόνια και χακί λουκάνικα/ βαλίτσες. Και τέλος η αφεντιά μου. Ανέβηκα της σκάλες πίσω από τον πιο φουσκωτό, που παρά το τσουχτερό κρύο φορούσε κολλητό ισοθερμικό μπλουζάκι .Κάτω από αυτό διαγράφονταν καθαρά οι τεράστιοι τεντωμένοι μυείς του.
Στην πίσω μέρος της μπλούζας του είχε το πάντα δημοφιλές και χαρμόσυνο Χριστουγεννιάτικο μήνυμα…
‘Τούρκος κάλος, μονό νεκρός’ και με μικρότερα γράμματα ‘3ο σώμα Λόχου Ορεινών Καταδρομών Δράμας’ .
Ένα καθόλου διακριτικό ‘πφφφφ’ μου βγήκε μόλις το διάβασα.
Αυτός σταμάτησε στις σκάλες, γύρισε και μου ρίξε ένα απειλητικό βλέμμα, σηκώνοντας το αριστερό μέρος του πάνω χείλους του, αλά Ράμπο. Κόντεψαν να με πάρουν τα γέλια αλλά συγκρατήθηκα παρατηρώντας ότι το στήθος του ήταν πιο μεγάλο και φουσκωμένο από της κοπέλας μου, και το χέρι του ήταν σαν το πόδι μου, η μάλλον σαν τα δυο μου πόδια μαζί.
   Κάθισα 2 θέσεις από το τέλος του βαγονιού, απέναντι από το ζευγάρι των ηλικιωμένων. Η θερμοκρασία μέσα είχε ελάχιστη διαφορά από έξω, έσφιξα το κασκόλ μου, βολεύτηκα στην θέση μου,  έβγαλα το Salems lot του κ. Κίνγκ και άρχισα να διαβάζω.
   Ένα από τα ‘βίτσια’ μου είναι να διαβάζω έξω από το σπίτι. Όπου έχει φασαρία. Μου είναι αδύνατο να συγκεντρωθώ αν έχει ησυχία. Γιαυτό αν και μεγάλος βιβλιοφάγος, στο σπίτι μου έχω διαβάσει ελάχιστα βιβλία. Διαβάζω σε πάρκα, παγκάκια, πλατείες, λεωφορεία, οπουδήποτε με φασαρία και κόσμο.
   Είχα απορροφηθεί όπως πάντα στο βιβλίο μου παρά τον θόρυβο από τις ραγές και  τις δυνατές συζητήσεις των επιβατών, όταν συνειδητοποίησα ότι εδώ και αρκετή ώρα κάτι με ενοχλούσε. Ένας ήχος που μέσα στην συγκέντρωση μου δεν μπορούσα να καταλάβω από πού ερχόταν.
   Έβαλα τον δείκτη μου στην σελίδα που είχα μείνει και έκλεισα το βιβλίο μου. Κούνησα λίγο τον κεφάλι μου για να βγω από τον κόσμο των λάγνων βρικολάκων, και των διψασμένων για ανθρωπινή σάρκα τεράτων και να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Μεγάλη ειρωνεία, όπως θα ανακάλυπτα αργότερα.
   Το  κοριτσάκι του ζευγαριού, τώρα είχε ξυπνήσει και καθόταν όρθιο ανάμεσα στα πόδια του πατέρα του, ο οποίος φαινόταν να είναι στην ηλικία μου( αν φυσικά αφαιρούσες τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και τις πρόωρες ρυτίδες, μια ευγενική χορηγία της όμορφης χωράς μας, όπως είμαι σίγουρος του την είχαν περιγράψει), είχε κολλήσει το πρόσωπο της στο τζαμί και ξεφώνιζε ξανά και ξανά κάτι που ακουγόταν σαν ‘Αγι’ ‘ Αγι’ ‘Αγι’ , χτυπώντας το τζαμί με το χέρι της.
   Παρόλο το μικροσκοπικό της μέγεθος και την ομολογούμενος γλυκύτατη φατσούλα της, ο ήχος που παρήγαγε ήταν άκρως ενοχλητικός. Και πρέπει να γινόταν αρκετή ώρα μιας και ο  ηλικιωμένος κύριος φανερά εκνευρισμένος  σηκώθηκε και πήγε επάνω από την μητέρα του παιδιού.
«Σας παρακαλώ μαντάμ, η γυναίκα μου έχει  και τη πίεσή της!» είπε δείχνοντας το κορίτσι.
Η νεαρή γυναίκα δεν φάνηκε να καταλαβαίνει την γλώσσα, αλλά κατάλαβε το νόημα.
Πήρε την κόρη της στην αγκαλιά της και άρχισε να την κανακεύει.
Η ησυχία ήταν σαν βαθιά ανάσα μετά από μακροβούτι.
Ο ηλικιωμένος κύριος κάθισε ξανά στην θέση του απέναντι μου.
«Αλβανοί είναι!» ψιθύρισε στην γυναίκα του.
«Αλέξανδρε σε παρακαλώ!»
«Τι αγάπη μου;»
«Ξέρεις πολύ καλά την άποψη μου για τους ξένους ανθρώπους»
«Μα…»
«Αλέξανδρε θα μαλώσουμε»
«Απλά ήθελα να πω ότι οι άνθρωποι είναι από την Αλβανία, γλυκιά μου»
«Απλά ήθελες να πεις…» είπε η ηλικιωμένη κύρια και γύρισε το κεφάλι της, με την υπερβολικά περιποιημένη κόμη , από την άλλη μεριά, κοιτώντας έξω. « Τουλάχιστον σταμάτησε το παιδί να τσιρίζει» συνέχισε και του χάιδεψε το χέρι, κοιτώντας ακόμα όμως από την άλλη.
«Είδες;» είπε με περηφάνια αυτός και τεντώθηκε δίνοντας της ένα φιλί στο μάγουλο.
Χαμογέλασα με την τρυφερότητα του ζευγαριού και άνοιξα ξανά το βιβλίο μου.
  
   Δεν πρόλαβα να διαβάσω ούτε πέντε σελίδες, όταν ξαφνικά η μικρή ξανάρχισε.
Αυτή τη φορά έπιασε ένα παιδικό τραγούδι, τσιρίζοντας διαπεραστικά κάθε φωνήεν.
«Κυρία μου κάντο να σταματήσει!» ακουστικέ μια φωνή από τα μπροστινά καθίσματα. Και ύστερα από λίγο,
«Κυρία μου σας παρακαλώ!» η ίδια φωνή. Ήταν ένας από τους δυο κουστουμάτους.

‘Αν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό’ μουρμούρισα και άνοιξα την τσάντα μου. Με τρόμο σχεδόν, ανακάλυψα ότι δεν είχα τα ακουστικά από το iPod μου μαζί. Έψαξα απελπισμένος μια ακόμα φορά σε κάθε τσεπάκι της τσάντας μου και την έκλεισα απογοητευμένος.
   Το ρεσιτάλ της μικρής συνεχιζόταν δυνατότερα αλλά οι γονείς της κάθονταν απαθείς. Ούτε που ήθελα να φανταστώ πόσα τέτοια ρεσιτάλ είχαν ακούσει στα 2; 3; χρόνια που είχαν το κορίτσι τους, για να μην του δίνουν καν σημασία. Για μια ακόμα φορά η σκέψη ‘Θεέ μου δεν θα κάνω ποτέ παιδιά, πέρασε από το μυαλό μου.
«Παναγία μου, Αλέξανδρε δεν μπορώ άλλο. Τρείς ώρες τώρα δεν έχει σταματήσει και έχω και την πίεσή μου…»
«Τι άλλο να κάνω Αμαλία μου, αφού δεν καταλαβαίνουν Ελληνικά» είπε ο κ.Αλέξανδρος και κοίταξε την μικρή καλά καλά , λες και αυτό θα την έκανε να σταματήσει.
   Η ώρα περνούσε και η μικρή το μόνο που έκανε ήταν να αλλάξει σε ένα άλλο κομμάτι, που ίσως  να τα ήταν το ‘Άγια νύχτα’ και αν ήταν δυνατόν, σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση από πριν.

«Θα το κάνεις να σκάσει το γαμημένο;»
Ο φουσκωτός είχε σηκωθεί όρθιος και το μέτωπο του γυάλιζε κατακόκκινο.
Η φωνή του ήταν τόσο άγρια και μπάσα που όλοι στο βαγόνι σταμάτησαν να μιλούν, μέχρι και ο ήχος από τις ράγες έμοιασε να χαμηλώνει.
«Ε, Σώτο χαλάρωσε» τον έπιασε από το μπράτσο ο λιγότερο φουσκωτός. Όλοι στο βαγόνι κοιτούσαν άφωνοι τους δυο λοκατζήδες.
Η μόνη που δεν έμοιασε να ενοχλείτε ήταν η μικρή, που τώρα είχε κολλήσει τα μικρά της χειλάκια στο τζαμί και του έδινε ρουφηχτά φιλιά φωνάζοντας ‘Μαμι’ ‘Μαμι’
«Δεν μπορώ άλλο, δεν θα με τρελάνει εμένα ένα τρίχρονο!» φώναξε ένας από τους δυο κουστουμάτους και σηκώθηκε όρθιος. Πήγε φουριόζος μέχρι την πόρτα του βαγονιού. Έκανε να την ανοίξει.
«Ε, φίλε δεν ανοίγει» είπε ένα από τα παιδιά με τα ράστα. Αυτός με τα μαύρα μαλλιά.
«Τι εννοείς δεν ανοίγει;»
«Προσπάθησα και εγώ πριν. Ήθελα να κάνω ένα τσιγάρο αλλά δεν ανοίγει»
« Τι βλακείες είναι αυτές;» είπε ο κουστουμάτος και τράβηξε ξανά με φορά το χερούλι της πορτοκαλιάς δίφυλλης πόρτας.
«Δεν ανοίγει φίλε, πρέπει να έχει μπλοκάρει και έτσι. Τρελό σκάλωμα ε;»
Ο τύπος με το κουστούμι προσπάθησε μερικές φόρες ακόμα να τη ανοίξει, και ύστερα άρχισε να βαράει το τζαμί.
«Ε!» φώναξε χτυπώντας επανειλημμένα το χοντρό τζαμί.
«Ε, φίλε χαλάρωσε» είπε η κοπέλα με τα ξανθά (δηλαδή αυτά που μάλλον ήταν ξανθά, κάτω από τους 3 τόνους βρωμιάς) ράστα. «Δεν παίζει να σε ακούσουν δίπλα, έχει πολύ θόρυβο ανάμεσα στα βαγόνια, και μια ακόμα ίδια ηχομονωμένη πόρτα, δεν βλέπεις; Άσε που η ώρα....» σήκωσε το μανίκι της, κοίταξε το ρόλοι της- με ύφος που έμοιαζε πιο πολύ ‘προσπαθώ να λύσω τριτοβάθμια εξίσωση με μιγαδικούς και αλγορίθμους’ παρά με κοιτάω τι ώρα είναι. « Είναι 4 σχεδόν και αν δεις όλοι κοιμούνται μάλλον»
«Όπως θα κάναμε και εμείς αν δεν ήταν αυτό!» ξέσπασε έξαλλος ο κουστουμάτος δείχνοντας το κορίτσι.
«Σε καμία ώρα φτάνουμε Δράμα . Στο σταθμό θα ανοίξουμε τα παράθυρα, θα βγάλουμε τα κεφάλια μας και θα φωνάξουμε κάποιον από τον σταθμό να μας ανοίξει»
«Σε καμία ώρα; Δεν είμαστε καλά!» άρχισε να βαράει πιο δυνατά  το τζαμί της πόρτας.
Τώρα όλοι  κοιτούσαν τον εξοργισμένο κουστουμάτο. Ένα τσουλούφι από τα καλοχτενισμένα μαλλιά του είχε ξεφύγει και τιναζόταν σαν κεραία αμαξιού σε ανώμαλο δρόμο, με κάθε χτύπημα που έδινε στην πόρτα. Μερικοί από τους επιβάτες ψιθύριζαν στους διπλανούς τους , και άλλοι κοιτούσαν αμήχανα γύρω τους. Μονό το κορίτσι συνέχιζε να τσιρίζει χωρίς να δείχνει να νοιάζεται ούτε για καμία φρακαρισμένη πόρτα ούτε για οτιδήποτε άλλο.
« Πριν στο σταθμό άκουσα ότι τα εισιτήρια είναι μονό για Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη και ότι γενικά δεν θα σταματήσει πουθενά το τρένο πριν την Κομοτηνή» είπε μια κοπέλα που καθόταν μόνη της.
«Δεν είμαστε καλά, καθόλου καλά!» επανέλαβε ο τύπος με το κουστούμι. Γύρισε μεριά και πήγε προς το ζευγάρι των Αλβανών.
«Κύρια μου κοντεύω να τρελαθώ για όνομα του θεού» έφτυσε σχεδόν τις λέξεις στην μητέρα του παιδιού. Το κορίτσι ούτε γύρισε να κοιτάξει.
Η μητέρα μάζεψε για ακόμα μια φορά την κόρη της και άρχισε να την μαλώνει αρκετά έντονα στην γλωσσά της. Ήταν αξιοπερίεργο ότι κανένας δεν απευθυνόταν στον πατερα, αλλά όλοι στην μητέρα του παιδιού.
   Για δεύτερη φορά ένιωσα εκείνη την αίσθηση της βαθιά αναπνοής, και κρίνοντας από τις εκφράσεις των γύρω μου, δεν ήμουν ο μόνος.
Φυσικά αυτή η όαση ηρεμίας δεν κράτησε για πάνω από 5-6 λεπτά.
Η μικρή άρχησε να χοροπηδά ανάμεσα στους γονείς της φωνάζοντας λέξεις και πιάνοντας τα μικρούλικα δάχτυλα της. Μάλλον μετρούσε μέχρι το δέκα και μάλλον ήταν πολύ περιφανή για αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση της φωνής της.
Αγκομαχητά και αναστεναγμοί ακουστήκαν από όλους τους επιβάτες.
   Παρόλο που η φωνή του κοριτσιού ήταν απίστευτα γλυκιά και το ελαφρό τσέβδισμα αλλά και το τεράστιο χαμόγελο της την έκαναν σαν καραμελίτσα ή κάτι τέτοιο, με μεγάλη μου ντροπή σκέφτηκα ότι αν δεν με έβλεπε κανένας, άνετα θα της έριχνα ένα σκαμπίλι, ίσως και δύο.
Ήταν κυριολεκτικά αφόρητη και θεωρούμουν άνθρωπος με γαϊδουρινή υπομονή, ειδικά σε θέματα φασαρίας.
Αλλά μάλλον δεν είχαν όλοι την δική μου υπομονή.
   Ο Σώτος ο φουσκωτός, σηκώθηκε από την θέση του και με αργά βάρια βήματα (θαρρείς πως ακουγόταν ο ήχος από τα άρβυλα του) πήγε προς το ζευγάρι.
«Κάντο να σκάσει, με ακούς;» είπε στον πατέρα αυτή τη φορά. Αυτός δεν φάνηκε να καταλαβαίνει.
«Κάντο να σκάσει το μπάσταρδο σου ή θα το κάνω εγώ! Με ακούς βρωμιάρη κωλοαλβανέ;» ύψωσε το δάχτυλο του. Το έφερε μπροστά στο πρόσωπο του πατέρα. Η φωνή του, ακουγόταν σαν να έβγαινε από κάποιο βαθύ πηγάδι.
«Νεαρέ θα έπρεπε να ντρέπεσαι» σηκώθηκε η κ.Αμαλία.
«Κυρά μου κοιτά την δουλεία σου» αποκρίθηκε ο Ράμπο χωρίς να την κοιτάξει.
Ο πατέρας αυτή τη φορά πήρε την μικρή στην αγκαλιά του και αφού της είπε κάτι σκέπασε το στόμα της με την παλάμη του.
Ο Σωτος γύρισε της αφύσικα μεγάλες σαν βράχους πλάτες του και γύρισε στη θέση του.
«Γαμημένοι Αλβανοί!» φώναξε στον αέρα.
«Ε, φίλε τι σχέση έχει αν είναι Αλβανοί ή Έλληνες ή δεν ξέρω και εγώ. Η μικρή μου αδελφή κάνει χειρότερα και είναι Ελληνίδα.  Σε πληροφορώ ότι κανένα δικαίωμα…»
«Σκάσε βρωμιάρα χασικλού , μην σε πάρει και εσένα ο διάολος!»
Το κορίτσι με τα ξανθά ράστα άνοιξε το στόμα του να πει κάτι άλλο, αλλά το ξανάκλεισε αναστενάζοντας. Παρόλα τα αναμφίβολα πολλά καμένα εγκεφαλικά της κύτταρα, κατάλαβε ότι ο Ράμπο είχε πολύ λιγότερα, διάολε είχε γεννηθεί πιθανόν με λιγότερα!

   Η ατμόσφαιρα μέσα στο βαγόνι είχε γίνει βαριά, συμπαγής, αιχμηρή. Ένιωθες ότι… μια απότομη κίνηση και….
 Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος. Λες και ένα αόρατο σαδιστικό χέρι το είχε πιάσει και το ζουλούσε και το τραβούσε. Η καρδιά μου χτυπούσε υπερβολικά γρήγορα  και είχα ιδρώσει παρόλο που κρύωνα.
   Πλέον κανένας δεν μιλούσε. Αυτό ήταν καλό. Η ώρα έμοιαζε να κυλά αργά. Φανταζόμουν τον χρόνο σαν ένα γέρικο σαλιγκάρι που σέρνεται επάνω σε κόλλα η κάτι τέτοιο.

 Και σαν ενοχλητικό ξυπνητήρι που χτυπά ένα χειμωνιάτικο πρωινό Δευτέρας, η μικρή πάτησε μια τσιρίδα και άρχισε να ξανατραγουδά.
Πολλά  ‘ω θεέ μου’ και ‘δεν είναι δυνατόν’ ακουστήκαν από διάφορα σημεία.
   Ο Σωτος πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κάθισμα του. Με τους ώμους του γερμένους και τα δόντια του σφιγμένα, έτρεξε σχεδόν στο ζευγάρι.
«Στο πα γαμιόλη Αλβανέ! Σε προειδοποίησα παλιόπουστα!»
Άπλωσε το τεράστιο χέρι του να πιάσει την μικρή.
«Νο!!!» ξεφώνισε ο πατέρας και τινάχτηκε από την καρεκλά του.
Πηρέ φορά και παρόλο που ήταν ούτε ο μισός από τον Σώτο , τον έσπρωξε μερικά βήματα πίσω, μακριά από το παιδί του.
«Τι έκανες ρε καριόλη; Με λέρωσες; ΜΕ ΛΕΚΙΑΣΕΣ;» ξεφώνισε ο Σώτος. Μάζεψε το χέρι του πίσω, και έριξε ένα κροσέ  στον Αλβανό που για καλή τύχη του δευτέρου, αστόχησε κατά μεγάλο μέρος του. Πάραυτα  ο νεαρός σωριάστηκε στην καρεκλά του κρατώντας το σαγόνι του. Το χείλος του σχίστηκε και αρχίσει να ματώνει.
«Ακούμπα με ξανά και θα σε σφάξω καριολη! Με ακούς; Θα σε ξεκοιλιάσω παλιόπουστα»
Τα δυο αγόρια με τα ράστα και οι τρεις μεταλλαδες σηκώθηκαν και άρπαξαν τον Ραμπο από τα χεριά και την μέση. Δεν θα τα είχαν καταφέρει αν δεν βοηθούσε ο φουσκωτός φίλος του Σώτου.
‘Ηρέμησε φίλε’ , ‘χαλάρωσε’ ‘ηρεμία’ και αλλά τέτοια ακούγονταν από όλους. Η κοπέλα που καθόταν μονή της έβαλε τα κλάματα.
Η κ.Αμαλία έδωσε ένα χαρτομάντιλο και το νερό της στον πατέρα της μικρής , ο όποιος δεν τα δέχτηκε κουνώντας το ελεύθερο χέρι του δεξιά αριστερά. Με το άλλο τώρα έπιανε το στόμα της κόρης του η οποία είχε γουρλώσει τα μάτια της, έτοιμη μάλλον να βάλει τα κλάματα.
   Οι υπόλοιποι είχαν καλμάρει τον Σώτο που τώρα καθόταν στην θέση του και βαριανάσαινε σαν ταύρος.
«Τον πούστη τον Αλβανό…»
«Τόλμησε να σηκώσει χέρι ο γαμιόλης…»
Οι φλέβες στο κρανίο του, στο λαιμό και στα χεριά του είχαν πεταχτεί, έτοιμες να σκάσουν.
   Εγώ απλά ήμουν καθισμένος χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Τα πόδια μου έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Μάλλον δεν ήμουν από τους τύπους που θα έπαιρναν το χρυσό αστέρι ανδρείας ή που θα γύριζαν με σώας τα φρένα από ένα πόλεμο ή κάτι τέτοιο.
‘Τι θα έκανε στο κοριτσάκι αν το είχε πιάσει;’ Αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό μου και το σαδιστικό χέρι που βρισκόταν στο στομάχι μου, ξανάπιασε δουλειά. Αυτή τη φορά όμως με ιερό ζήλο και σκοπό να σμπαραλιάσει το στομάχι μου.
«Σε μίση ώρα το πολύ φτάνουμε Κομοτηνή, ελπίζω οι στρατιώτες ή η οικογένεια να κατέβουν, αλλιώς θα πρέπει να κάνουμε κάτι, να ειδοποιήσουμε κάποιον Αλέξανδρε.»
«Ναι αγάπη μου θα ειδοποιήσουμε τον σταθμάρχη μόλις φτάσουμε» είπε ο κ. Αλέξανδρος και την αγκάλιασε.

   Τώρα η κατάσταση στο βαγόνι ήταν τόσο ηλεκτρισμένη, που λες και ένιωθες την ένταση να αγγίζει το δέρμα σου. Να την αναπνέεις. Και ήταν κακή ένταση. Σαν βρωμερός υγρός αέρας.
Ο πατέρας της μικρούλας πολύ σοφά κρατούσε την παλάμη του πάνω στο στόμα της κόρης του. Και αυτή έμοιασε να αποκοιμιέται. Θεέ μου τι περίεργα που είναι τα μικρά παιδιά.
   Ο χρόνος πραγματικά είχε κολλήσει . Η μίση ώρα που, που θα φτάναμε Κομοτηνή έπρεπε να είχε περάσει ώρες πριν. Γαμώτο μέρες πριν.

Και επιτέλους ακούστηκε από τα ηχεία, σαν φωνή αγγέλου…
«Η αμαξοστοιχία 410 σε δέκα λεπτά φτάνει στο σταθμό της Κομοτηνής. Αποβίβαση από την δεξιά μεριά.»

Τότε όλα έγιναν πολύ γρήγορα και τόσο αργά συνάμα. Πρέπει να έγιναν σε λιγότερο από ένα λεπτό. Αλλά τώρα κάθε φορά που το σκέφτομαι μοιάζει ώρες ολόκληρες.

   Ο πατέρας του κοριτσιού, νομίζοντας πως έχει αποκοιμηθεί , και είχε κοιμηθεί, έβγαλε το χέρι του από το στόμα της. Την στιγμή που ακούστηκε η φωνή του οδηγού, η μικρή άνοιξε τα μάτια της, έβγαλε ένα στριγκό γκάρισμα και άρχισε να κλαίει.
Το επόμενο δευτερόλεπτο ο μέγας Λοκατζής Σώτος, είχε σηκωθεί όρθιος και με τεράστια βήματα κατευθυνόταν προς το κορίτσι.
Ακόμα τον βλέπω σαν σε αργή κίνηση με τους μυείς τους στήθους του και των μπράτσων του να ανεβοκατεβαίνουν με κάθε του βήμα.
Ο πατέρας προετοιμασμένος αυτή τη φορά σηκώθηκε στο διάδρομο έτοιμος να τον εμποδίσει.
Ένα γυναικείο ουρλιαχτό ακούστηκε από κάπου.
Τον έσπρωξε με τα δυο του χεριά αλλά ο τεράστιος όγκος του Σώτου, δεν έμοιασε να μετακινείτε ούτε ένα χιλιοστό.
Τότε με αστραπιαίες κινήσεις  ο Σώτος έσκυψε και έβγαλε από το αριστερό του άρβυλο, ένα στρατιωτικό μαχαίρι τουλάχιστον 30 εκατοστών. Η λάμα του γυάλιζε θαμπά στο αρρωστιάρικο φως από τις παλιές λάμπες του τρένου.
Σηκώθηκε απότομα όρθιος και αγκάλιασε τον Αλβανό πάνω από τους ώμους , σαν φίλοι παλιοί που έχουν να βρεθούν χρόνια.
«Στο πα γαμιόλη Αλβανέ πως θα σε σφάξω αν με ξανακουμπήσεις» . είπε και έχωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του πατέρα ύστερα στο στήθος και πάλι στην κοιλιά, ξανά και  ξανά.  Το πρόσωπο του είχε γίνει μια απόκοσμη μάσκα. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσο μίσος, παράνοια, και ευχαρίστηση ανακατεμένα σε μια έκφραση.
Όλο το βαγόνι έχει κοκαλώσει. Κανείς δεν κουνιέται, κανείς δεν αναπνέει καν. Δυο κοπέλες αρχίζουν να ουρλιάζουν. Εγώ ξερνάω στο δίπλα κάθισμα.
   Η μικρή καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με τον μπαμπά της, ότι κάτι κακό του έχει συμβεί και αρχίζει και κλαίει ακόμα πιο δυνατά, ουρλιάζει. Νομίζεις ότι θα σκάσουν τα πνευμόνια της.
«Βούλωσε το επιτέλους βρωμόσπορε» μουγκρίζει μέσα από τα δόντια του ο Σώτος. Με την αναστροφή της παλάμης του χτυπάει την μικρή η οποία εκσφενδονίζεται κυριολεκτικά στο τζαμί.
Ένα ξερό υγρό ‘γκντουπ’ και ένα κόκκινος λεκές μεγάλος σαν από μπάλα του χάντμπολ αποτυπώνετε στο τζάμι και αρχίζει να στάζει..
Η μάνα αρχίζει να στριγκλίζει σαν πληγωμένο ζώο. Ο Σώτος μπορεί να σταματήσει και αυτό το θόρυβο αλλά πλέον σχεδόν όλοι οι επιβάτες από το βαγόνι είναι επάνω του .Το πρόσωπο του είναι κολλημένο στο πάτωμα μέσα στην λίμνη από το αίμα του πατέρα της μικρής. Του παίρνουν το μαχαίρι αλλά αυτός λυσάει να ξανασηκωθεί.
Η μητέρα ακόμα στριγκλίζοντας χαϊδεύει το μικρό κεφαλάκι της κόρης της, που τώρα δεν είναι εντελώς κυκλικό. Μοιάζει με σπασμένο αυγό. Ο Σώτος με το ένα μάτι του, την κοιτά με τόσο μισός που αν γινόταν θα την σκότωνε με το βλέμμα του.


   Το τρένο έχει πια σταματήσει. Άνθρωποι έσπρωξαν, έσυραν κυριολεκτικά έξω τον Σώτο που ακόμα πάλευε να ξεφύγει.
   Εγώ είχα ξεράσει ξανά. Αυτή τη φορά επάνω στο παντελόνι μου. Δεν μπορούσα να σηκωθώ να βγω έξω,

Όταν βγήκαν όλοι από το βαγόνι, ο χρόνος άρχισε να παίρνει ξανά μια κάποια υπόσταση.
Έτρεμα, μούσκεμα στον ιδρώτα, χωρίς να μπορώ να κουνήσω κανένα μέλος του κορμιού μου. Και όσο και αν ήθελα να σταματήσω να κοιτάω , τα μάτια μου απλά δεν κουνιόντουσαν.
Η μανά του νεκρού παιδιού και σύζυγος του νεκρού πατέρα, είχε πέσει στα γόνατα  στο διάδρομο . Στα χεριά της είχε την κόρη της και στα πόδια της το κεφάλι του άντρα της. Δεν στρίγκλιζε πλέον. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Μακάρι να ούρλιαζε, μακάρι να ξεφώνιζε κατάρες στο θεό της αλλά δεν έκανε τίποτα από αυτά.    Τραγουδούσε ένα σιγανό μοιρολόι. Η φωνή της ήταν γλυκιά και υπέροχη.  Για κάποιο άγνωστο λόγο σκέφτηκα ότι θα έβγαινε νικήτρια στο ‘X- factor’.  Ο κορμός της πήγαινε μπρος πίσω και τραγουδούσε και τραγουδούσε…



Φαντάζομαι ότι ο ακριβής-αν υπάρχει δηλαδή κάτι τέτοιο, λόγος που παίρνω τα ροζ αυτά χάπια, είναι ότι εκείνη τη μέρα συνειδητοποίησα ότι τελικά τα τέρατα δεν υπάρχουν μονό στα βιβλία και της ταινίες. Υπάρχουν ανάμεσα μας. Και δεν χρειάζονται πανσέληνο για να μεταμορφωθούν. Όχι. Η τσιριχτή φωνή μια τρίχρονης αλλοδαπής είναι ότι πρέπει. Και δεν χρειάζονται νύχια και κοφτερούς κυνόδοντες, ένα στρατιωτικό μαχαίρι βολεύει μια χαρά! Θα σταματήσω να παίρνω αυτά τα χάπια όταν θα σταματήσω να ακούω εκείνο το τραγούδι. Εκείνο το μοιρολόι..








                                                                                              Κώστας Γαβράς











**Καταρχήν ευχαριστώ πάρα πολύ που το διαβάσατε. Δεύτερον να με συγχωρείτε για ότι ορθογραφικά και συντακτικά λάθη- γραμματική is a bitch, αν ήσουν τούβλο στο σχολείο.Τρίτον το κείμενο είναι καθαρή μυθοπλασία.  Και τέλος θα μου έδινε πολλή δύναμη να συνεχίσω να γράφω και να δημοσιεύω αν αξιολογούσατε την ιστορία (πάνω) ή αν αφήνατε σχόλια(κάτω κάτω) ή κάνατε like /share ( πάνω πάνω).